
Και ξαφνικά, το μάτι μου έπεσε στα περασμένα, στις στοιβαγμένες σελίδες του γραφείου, περίμεναν κι αυτές ν’ αλλάξουν μάτια, ν’ αλλάξουν χέρια. Ο κόσμος έξω τελείωνε κι εγώ μέσα μου ερμήνευα τα περσινά όνειρα. Πόσο αλλάξαμε μεγάλε; Μου είπε ο χρόνος. Με κοίταξα στον καθρέφτη. Τα γένια θέλουν χρόνια ακόμη για το γκριζάρισμα κι εκείνη που από πάντα ήταν δίπλα μου ξεκλείδωσε φεύγοντας την πόρτα. Δεν κατάφερα να την ακολουθήσω. Καμία δεν κατάφερα να ακολουθήσω. Μόνο στις σελίδες μου τις βρίσκω. Τις ερωτεύομαι, τις κάνω δικές μου, ζω μαζί τους και κάθε πρωί σκίζω κάθε μου λέξη. Τα μαλλιά της είχαν το άρωμα του αγριολούλουδου. Έπρεπε να το είχα φανταστεί, αυτά τα άνθη είναι περισσότερο αυτόνομα απ’ τα ευπώλητα στις βιτρίνες. Και τα αγκάθια τους πληγώνουν χωρίς να φανερώσουν αμυχές. Εδώ είμαι, έγραψα σε μια από τις σελίδες μου.
Και σε περιμένω, συμπλήρωσα.
Λονδίνο, 2020