
Αυτό το τραγούδι, που μέχρι πριν από λίγο καιρό, μόλις το άκουγε το ‘κλεινε, άλλαζε σταθμό και του ερχόταν να πυρπολήσει όλους τους Ελληνικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, να λιανίσει συνθέτη, στιχουργό και ερμηνεύτρια, να εξαφανίσει τις νότες και τις συγχορδίες του πέρα, βαθιά στη θάλασσα, να μην το ξανακούσει αυτί ανθρώπου, να μην ξαναριγήσει σβέρκος, να μην ξανακυλήσει δάκρυ στο άκουσμά του κι όλοι όσοι κάποτε έτυχε να τ΄ ακούσουν και να συγκινηθούν, να πέσουν σε λήθη, σε ύπνο μαγικό και ένα χέρι να τραβήξει μπερδεμένες γραμμές πάνω του, να το μουτζουρώσει κι εκεί που ήταν το τραγούδι, να μείνει ένας τεράστιος λεκές, αυτό το τραγούδι, το άκουσε ξανά προχθές μέσα σ΄ ένα συνοικιακό σούπερ μάρκετ τη στιγμή που διάλεγε κορν φλέικς για τα παιδιά. Άκουσε την πρώτη συγχορδία και του φάνηκε οικεία. Τέντωσε το αυτί του να ακούσει καλύτερα… σιγή, απόλυτη σιγή και ηρεμία και με μιας ο χείμαρρος της μελωδίας ξεχύθηκε και κατέκλυσε όλους τους διαδρόμους με έναν εκκωφαντικό πάταγο. Ένα πελώριο κύμα από νότες και συγχορδίες έβρεξε τα αραδιασμένα σαμπουάν, μούσκεψε το ράφι με τις κονσέρβες, παρέσυρε τις γατοτροφές, τα χαρτιά υγείας και τις οδοντόκρεμες, που κολυμπούσαν ανάκατα στο ποτάμι του διαδρόμου.
Προσπάθησε να ξεφύγει μα πού να πάει; Όλο το σούπερ μάρκετ είχε πλημμυρίσει . Μουσκεμένες νότες και βρεγμένα μουσικά κλειδιά είχαν καταλάβει και τις πιο απίθανες γωνιές. Τρομαγμένος σκαρφάλωσε στο κάτω ράφι. Τώρα το ποτάμι κυλούσε κάτω απ΄τα πόδια του. Βαστούσε τα κορν φλέικς γερά με το ένα χέρι και με το άλλο τον μεταλλικό σκελετό του διαδρόμου , κι έτρεμε σαν φύλλο απ΄ τον φόβο, και του ΄ρχονταν μια γλυκερή λιποθυμιά, κοβόταν η ανάσα του και την ξανάβρισκε με πανικό και αγωνία, άνοιγε το στόμα σαν ψάρι να ρουφήξει αέρα, αέρα, λεπτά πολλά που του φάνηκαν αιώνας μέχρι που η καρδιά του ήρθε πάλι στη θέση της , η ανάσα επέστρεψε στα πνευμόνια του. «Ησύχασε», είπε στον εαυτό του, … «σσσσς, ησύχασε… όλα καλά, ούτε καν σ΄ ακούμπησε».
Σκέφτηκε τη γυναίκα του και τα παιδιά του που τον περίμεναν στο σπίτι. Σε πόσες ώρες θα επιστρέψει στο σπίτι; Το γάλα θα ξινίσει έξω απ΄το ψυγείο περιμένοντας τα κορν φλέικς. Η γυναίκα του θα του χαμογελάσει .Πάντα του χαμογελά και τον μπερδεύει . Δεν ξέρει ποτέ αν έπραξε καλά ή άσχημα. Δεν την εμπιστεύεται πια. Ξέρουν κι οι δυο καλά πως αυτός ο σταυρός συμβίωσης που σηκώνουν δέκα χρόνια μαζί, για κείνον είναι αβάσταχτο φορτίο. Ξέρουν κι οι δυο καλά, πως υπήρξε βλαξ κι αφελής. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι πίσω απ΄ την ιώβεια υπομονή της και το μόνιμο χαμόγελο, κρυβόταν εξ αρχής ένα μεγαλόπνοο, σατανικό σχέδιο κι ότι η τότε σεμνή, ταπεινής καταγωγής φοιτητριούλα που μοιραζόταν το κρεβάτι του, έκρυβε μέσα της έναν ακούραστο σκαφτιά που κάθε μέρα έσκαβε πίσω απ΄ τη πλάτη του το λάκκο του , με ακρίβεια και συνέπεια.
Όταν γύρισε και είδε τον λάκκο ήταν πλέον αργά. Η φοιτητριούλα είχε σταθεί μπροστά του, του είπε «Είμαι έγκυος» και με μια κλωτσιά τον έστειλε στον πάτο. Κι εκεί παρέμεινε. Κάθε προσπάθειά του να γραπωθεί απ΄ τις γλιτσερές προεξοχές του για να ανεβεί στην επιφάνεια κατέληγαν σε αποτυχία. Αυτή κλαίγοντας τον κατηγορούσε. Αυτός βογκώντας αναρωτιόταν πώς θα το πάρει η μαμά του, μέχρι που απηυδισμένος της πρότεινε να το ρίξει για να τελειώνουν επιτέλους. Αυτή έσκυψε, τον κοίταξε καλά -καλά και του είπε « Μήπως ξεχνάς ποιος είναι μέσα στο λάκκο;» και άρχισε να ουρλιάζει σαν σοπράνο που την κατακρεουργούσαν «Αυτό είναι αμαρτίαααααα».
Αυτός δεν είχε πει τίποτα. Ίσως γιατί του είχε κλείσει το στόμα με χοντρή κολλητική ταινία. Δεν έκανε και τίποτα . Ίσως γιατί τον είχε δέσει δεξί πόδι με κεφάλι σαν τα κατσικάκια που τα παστουρώνουν στις Κυκλάδες. Μόνο τιναζόταν σαν να τον πιάναν ρίγη κάθε μία ώρα.
Η καλή του η μανούλα μόλις τον είδε σε τέτοια κατάσταση, άπλωσε το δεξί της χέρι της όσο μπορούσε για να τον βγάλει απ΄την κατάντια του λάκκου.. Μάταια. Η φοιτητριούλα τράβηξε το χέρι της μέλλουσας πεθεράς της και απόθεσε εκεί τη νεογέννητη κόρη της. Μετά απ΄ αυτό, η μανούλα του ξέχασε τι ήθελε να κάνει . Έκλαιγε και το μωρό συνέχεια και δεν την άφηνε να σκεφτεί.. Το γάλα θα ξινίσει….. Η φοιτητριούλα κατάφερε κι έγινε επιστήμονας Κακή επιστήμονας. Ίσως γιατί πάντα ήλπιζε να μη γίνει τίποτα απολύτως. Αυτός παρέμεινε στο λάκκο. Κάποια στιγμή σε μια κρίση μεγαλοψυχίας του πέταξε μέσα την κιθάρα του. Αυτός την ευχαρίστησε με ευγνωμοσύνη. Παίζοντας , δημιούργησε έναν όμορφο κόσμο μέσα στο λάκκο του. Έναν ιδανικό κόσμο με αυτόν ελεύθερο να αιωρείται σε ένα γαλανό ουρανό. Μια μέρα ξύπνησε κι είδε πως την νύχτα , μέσα στο λάκκο φύτρωσε μια σκάλα. Μια σκάλα πράσινη και γλιστερή καμωμένη από βρύα, δάκρυα και τσαλαπατημένα όνειρα. Αυτή έλειπε στη δουλειά. Αυτός άδραξε τη σκάλα τρομαγμένος και με δειλά , μικρά βηματάκια άρχισε να ανεβαίνει ιδρωμένος απ΄ τη προσπάθεια. Κάθε βήμα και μια νίκη. Κάθε βήμα και στάση για ανάσα. Πέντε, έξι, δέκα, δεκαπέντε, φως! Έβλεπε φως ψηλά κι ανέβαινε , όλο ανέβαινε , τριάντα , σαράντα κι έφτασε. Έβγαλε το κεφάλι του , πήρε βαθιά ανάσα. Το φως τον τύφλωσε, έκλεισε τα μάτια και ξάπλωσε στην άκρη του κρατήρα. Ένα χέρι του χάιδεψε τα μαλλιά, μια γλυκιά φωνή του ψιθύρισε , δυο ζεστά χείλη τον γλυκοφίλησαν. Μια ευτυχία τoν αγκάλιασε. Αφέθηκε στην ευτυχία κι ένιωθε ανάλαφρος σαν χνούδι. Σε μια βαρκούλα στα ανοιχτά του πελάγου , ταξίδεψε με τα μάτια κλειστά, καθώς ο ήλιος του ζέσταινε το κορμί κι η γλυκιά φωνή τον νανούριζε. Παραδόθηκε στη φωνή, στα ζεστά χείλη, στο τρυφερό χέρι .Κι η βαρκούλα αρμένιζε μέσα στο ήσυχο πέλαγο. Κι ήταν ελεύθερος. Κι ήταν ευτυχισμένος .Και ήθελε αυτή η φωνή να μην πάψει ποτέ να μουρμουρίζει μέσα στ΄ αυτιά του γιατί του θύμιζε τη κιθάρα του. Και ήθελε αυτό το χέρι ποτέ να μη σταματάει να τον χαϊδεύει γιατί του θύμιζε τη κούνια που κοιμότανε μωρό και ήθελε αυτά τα χείλη να μην σταματήσουν ποτέ τον φιλάνε γιατί του θύμιζαν ροδάκινα, γλυκό κρασί και πασχαλιές.
Ο καημένος αυτός. Με τα μάτια κλειστά δεν ήξερε πως τον πήρε ο ύπνος στο κρατήρα. Κι ο λάκκος άρχισε να ξερνάει φωτιές και λάβα. Ξύπνησε τρομαγμένος την στιγμή που η επιστήμονας με μια κλωτσιά τον ξαναπέταξε στα έγκατα .. Καταποντίστηκε ο θαυμαστός του κόσμος , μαύρισε ο ουρανός του , κι αυτός ψηνόταν απ΄τις φωτιές, πνιγόταν απ΄τις αναθυμιάσεις , έτρεμε απ΄το φόβο. Μέχρι που έπεσε λιπόθυμος.
Η επιστήμονας έφτιαξε έναν καινούριο λάκκο, πιο βαθύ αυτή τη φορά, πιο σκοτεινό, πιο υγρό . Τον μετέφερε εκεί, λιπόθυμο, ξεβράκωτο, άρρωστο . Δεν του πέταξε ούτε καν την κιθάρα. Τον τιμώρησε .
Αυτός ξύπνησε κι άρχισε να κλαίει . Η δυστυχία του ήταν εκκωφαντική και η μοναξιά του , σαρκοφάγο φυτό. . Έψαχνε απεγνωσμένα να βρει το χέρι, τα χείλη και τη φωνή, μα δεν ήξερε πως η επιστήμονας , έκοψε το χέρι, μάτωσε τα χείλη κι έκανε τη φωνή έναν μακρόσυρτο λυγμό.
Τώρα αυτή είναι η βασίλισσα του λάκκου. Κάθεται στο θρόνο της σύριζα στο χείλος, χαμογελάει και διατάζει .
Αυτός την κοιτά ζαλισμένος, μπερδεμένος. Δεν καταλαβαίνει τι του λέει. Δεν καταλαβαίνει πια τη γλώσσα που του μιλάει. Κι είναι πολύ βαθιά για να δει τα νεύματά της…. κι είναι πολύ σκοτεινά για να ξαναδεί τα χρώματα και να θυμηθεί τη βαρκούλα…Το γάλα θα ξινίσει…
Στο ράφι που ανέβηκε , τσαλαπατούσε τις γκοφρέτες. Ένιωθε το μπισκότο τους να συνθλίβεται και να τρίζει κάτω απ΄το παπούτσι του. Κρατς- κρατς , τα θρυμμάτιζε με τη κρεπ σόλα.
Αυτό το μικρό γαζάκι , μια βελονιά δουλειά, δυο χιλιοστά , ούτε που ξεχωρίζει με το μάτι η καφέ κλωστή που έσπασε τα δεσμά της ραφής και πέφτει αστερέωτη πάνω στο πλάι του παπουτσιού , αυτό το βήμα της ραφής, αυτό είναι ο αίτιος. Αυτό. Και το μινοράκι που εγκλωβισμένο μέσα στις Mars έψαχνε σαν τρομαγμένο κουτάβι να βρει το δρόμο που κυλούσε το ποτάμι της μελωδίας για να κολυμπήσει μαζί του. Χώθηκε μέσα στην μικροσκοπική τρυπούλα που άφησε το σπασμένο γαζί του παπουτσιού. Χώθηκε πανικόβλητο μέσα στο απόλυτο σκοτάδι κι έψαχνε τους συντρόφους του, προχωρώντας στα τυφλά και μιξοκλαίγοντας. Αυτός το αντιλήφθηκε μόλις έφτασε στη γάμπα κι άρχισε να τινάζει το δεξί του πόδι σαν μανιακός. Αστείο θέαμα. Ένας άντρας χτυπιέται σκαρφαλωμένος στο ράφι του σούπερ μάρκετ. Το μινοράκι βαστήχτηκε γερά και πεισμωμένο σκαρφάλωσε προς τα πάνω και πιο πάνω και πιο πάνω…. κι αυτός πολεμούσε, ίδρωνε με το πόδι μετέωρο και το φόβο να τον λούζει πάλι απ΄την κορφή μέχρι τα νύχια.
Πρώτα άκουσε τη φωνή . Ένα μακρύ ακατάληπτο βουητό από φωνήεντα και άναρθρους βόγγους που ολοένα και καθάριζε , ξεμπερδευόταν για να μεταλλαχτεί σε έναν κοφτό ήχο, σε ένα συριγμό και να καταλήξει σε μια καθαρή κι ολοκληρωμένη φράση: ιμένω, ριμένω, περιμένω, σε περιμένω. ΣΕ ΠΕ ΡΙ ΜΕ ΝΩ!
Μετά μύρισε πασχαλιές κι ένιωσε τη γλώσσα του στυφή απ΄το κρασί.
Το μινοράκι συνέχιζε το σκοτεινό του ταξίδι κι αυτός μάζεψε το πόδι του απ΄τον αέρα και ξαναπάτησε στις γκοφρέτες. Ένιωθε άρρωστος, πονούσε το κεφάλι του, ρίγη τον τάραζαν , μάλλον ανέβαζε πυρετό γιατί τα μάτια του έκαιγαν , όλο το πρόσωπό του έκαιγε. Εστίασε στις μαρμελάδες που βρισκόταν μπροστά στο οπτικό του πεδίο. Ρι με νω, περιμένω, σε πε ρι με νω και το βαζάκι spin span με τη κατακόκκινη φράουλα απ΄ έξω , μουρμουρίζει « περιμένω, σε περιμένω» κι η ζωγραφισμένη φράουλα γίνεται στόμα , χείλη , μάτια , μαλλιά , πρόσωπο, κορίτσι , γυναίκα… αυτή η γυναίκα που ανασύρεται με βία μέσα απ΄τη φωλιά της , δυο χρόνια σαν το αγρίμι , μάτι ανθρώπου δεν την είδε, μάτι δικό του δεν την είδε, την πήρε απ΄τη βαρκούλα και την έβαλε εκεί στη πορφυρή φωλιά , στο άβατο λαγούμι της μνήμης και τη ξέχασε ή έκανε πως την ξέχασε , πάντως την άφησε και τώρα την τραβολογάει , την ματώνει , την σέρνει εκεί μπροστά στο ράφι και την ακουμπάει με τρεμάμενο χέρι πάνω στη ζωγραφιά….μα κοίτα τη φράουλα πως έγινε γυναίκα…. γυναίκα ωραία… γυναίκα…. ξεχασμένη… γυναίκα μου.
Δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια του κι αυτός τα καταπίνει , τσούζει η μύτη του κι ένας πόνος σαν σίδερο βαρύ τον χτυπάει με τέμπο στο κέντρο του μετώπου. Πετάει τα κορν φλέικς στο πάτωμα. Αρπάζει το βαζάκι και το φιλάει , στην αρχή με δισταγμό, μετά με τρέλα και μανία. Το ακουμπά στο μέτωπό του, στα μάτια του , στα μαλλιά του και ουρλιάζει μέσα στο διάδρομο , ΣΥΓΝΩΜΗ, ΣΥΓΝΩΜΗ, ΣΥΓΝΩΜΗ. Αστείο θέαμα. Ένας άντρας σκαρφαλωμένος στο ράφι του σούπερ μάρκετ να ουρλιάζει ‘’ συγνώμη ‘’ σε μια μαρμελάδα.
Το μινοράκι έχει φτάσει στο σβέρκο του κι όλο πασχίζει να βγει από το σκοτάδι . Αυτός δεν προσπαθεί . Μόνο νιώθει, βλέπει. Τον εαυτό του στο κέντρο του διαδρόμου, γυμνό με τα χέρια διάπλατα ανοιχτά να εκλιπαρεί τη μουσική να γυρίσει. Τη μαρμελάδα να γίνει φωνή, χέρι, χείλη, γυναίκα . Με μάτια σκοτεινά , με πρόσωπο λερωμένο από δάκρυα και μύξες, να σηκώνει τα χέρια σαν μύστης και να, ικετεύει ,να παραμιλάει , να βρίζει, να απειλεί θεούς και δαίμονες , να παρακαλάει το τραγούδι να γυρίσει και να ξαναγίνει δικό του. Και δικό της. Δικό τους.
Τον βρήκε ένας πελάτης , πεσμένο καταμεσής του διαδρόμου γεμάτο αίματα. Είχε διαλύσει μέσα στη παλάμη του ένα βαζάκι μαρμελάδα sin span. Κατάσαρκα , κάτω απ΄το φανελάκι , βρήκαν το καπάκι και δυο βήματα πιο πέρα , πεταμένο ένα κουτί κορν φλέικς με νιφάδες σοκολάτας.
Μια απλή λιποθυμία, είπαν.
Από τα ηχεία ακουγόταν οι «Δυο ψυχές» με την Τσανακλίδου και το μικρό μινοράκι του ΄βγαλε τη γλώσσα κοροϊδευτικά κι έτρεξε να προλάβει το φινάλε