2o Βραβείο του λογοτεχνικού διαγωνισμού Art In Vivo της Φωτεινής Παλιεράκη
Ένα κουταλάκι του γλυκού ήταν πολύ προσεκτικά τοποθετημένο μέσα στο νεροχύτη. Πάνω στον πάγκο υπήρχε ένα ποτήρι νερό γεμάτο μέχρι τη μέση. Αν και σκοτεινά, το φως που έμπαινε από το μισάνοιχτο παράθυρο ήταν αρκετό. Η λάμπα πάνω στην κολώνα του δρόμου είχε πρόσφατη αλλαχτεί κι ένα έντονα κίτρινο φως κατάφερνε να περάσει μέσα από τις γρίλιες. Σήκωσε το ποτήρι ψηλά και το έφερε ανάμεσα στα μάτια του και στο παράθυρο. Στο χείλος του ποτηριού υπήρχαν ακόμα τα ίχνη των χειλιών που δρόσισε την τελευταία φορά. Το ακούμπησε προσεκτικά πάνω στον πάγκο για να μην κάνει θόρυβο και την ξυπνήσει. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του κι έπιασε το πόμολο να ανοίξει το ντουλάπι πάνω από το νεροχύτη. Του έκανε εντύπωση. Παλιότερα δεν το έφτανε. Είχε ψηλώσει φαίνεται. Για μια στιγμή, θυμήθηκε ότι το πορτάκι τρίζει και πρόλαβε να το κρατήσει πριν ο μεντεσές τον μαρτυρήσει. Στο πρώτο ράφι, στο βάθος, πίσω από τα τάπερ με τον καφέ και τη ζάχαρη, κρατούσαν το βαζάκι με το γλυκό κουταλιού τριαντάφυλλο. Το φυλούσαν μακριά από τα χέρια του για να έχουν να τρατάρουν τους καλεσμένους, όπως του έλεγαν κάθε φορά που το ζητούσε. Η λαχτάρα του να το γευτεί ήταν τόση που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ένα πολύτιμο έδεσμα σαν κι αυτό θα έπρεπε να δίνεται στους ξένους που δεν γνώριζε αντί για τον ίδιο. Αν μη τι άλλο, η δική του γιαγιά ήταν που φρόντιζε όλο το χρόνο την τριανταφυλλιά με τα υπέροχα ροζ, εκατόφυλλα τριαντάφυλλα. Εκείνος ήταν που ξεχώριζε τα καλύτερα, τα μάζευε προσεκτικά, μη και τα ματώσει κι, έπειτα, τα άφηνε στην ποδιά της και τη βοηθούσε να μαδήσουνε ένα ένα τα πέταλα τους. Όταν δε άρχιζαν να τα βράζουν και να μαραίνονται μέσα στην κατσαρόλα, τότε όλο το σπίτι, και η γειτονιά ακόμα, μοσχοβολούσαν, κι αυτός με ευγνωμοσύνη χωνόταν στην αγκαλιά της μαυροντυμένης, παχουλής γυναίκας που μόνο αγάπη είχε να του δώσει και μυρωδιά τριαντάφυλλο.
Το φως της κουζίνας άναψε απότομα και το γυάλινο βάζο έπεσε με θόρυβο στο πάτωμα σκορπώντας τα ροδοπέταλα που γυάλιζαν πάνω στα άχρωμα πλακάκια της κουζίνας.
-Τι κάνεις εκεί;
– Δεν ήμουν εγώ!