Δυστοπία

Μονάχη περπατά στο δρόμο της ζωής. Καλύτερα  σαφώς από ξύλο, φωνές, υποτίμηση. Δεν είχε τύχη στη ζωή της. Έτσι φαινόταν. Της το ‘λεγε κι η μάνα της. Αυτή όμως έπαιρνε δύναμη, χαρά κι ευτυχία από δύο τεράστια, μπλε μάτια, του γιου της. Αυτό το ανεπανάληπτο πλάσμα που άλλαξε τη ζωή της. Τη γέμισε φως κι ελπίδα. Της έδωσε νόημα και σκοπό.

Τον πατέρα, τον έβγαλε από τη ζωή της. Νωρίς κατάλαβε ότι δεν της άξιζε. Είχε δύο πρόσωπα που αποκαλύφθηκαν ξαφνικά. Ευτυχώς έγκαιρα. Γνώρισε τη ζωή και το σκληρό της πρόσωπο. Εικοσιπέντε χρόνων, μόνη, χωρίς δουλειά, μ’ ένα παιδί. Η μάνα βοηθός αλλά… δε φθάνει. Κοιτάει γέρους, όποτε  μπορεί. Ο κόσμος την εκπλήσσει. Δείχνει αγάπη, κατανόηση, συμπόνια. Ο μικρός άραγε κερδίζει τον κόσμο; Μήπως η δική της υπερηφάνεια;

Λίγο ακόμα και η δουλειά και γι’ αυτήν, δεν αργεί. Τουλάχιστον έχει το πτυχίο της νοσοκόμας. Έχει προτεραιότητα σαν μονογονεϊκή οικογένεια και ο μικρός θα πάει στον παιδικό. Φτιάχνουν τα πράγματα. Η ζωή είναι μπροστά τους.

Αύριο έχει τα γενέθλια. Ενός έτους! Όλη η πολυκατοικία στο αυτοσχέδιο πάρτι! Ο μπαμπάς ούτε τηλέφωνο. Ας είναι… καλύτερα για όλους.