Από μικρό παιδί λαχταρούσα να έρθει το σαββατοκύριακο, όχι για να παίξω ή να ξεκουραστώ, μα για να επισκεφτώ τους αγαπημένους μου παππούδες. Σε εκείνο το μικρό σπίτι με τη μεγάλη αυλή απέκτησα μερικές από τις καλύτερες αναμνήσεις της ζωής μου. Περιπλανιόμουν από δωμάτιο σε δωμάτιο, βοηθούσα τη γιαγιά όταν ζύμωνε ψωμί και πάντα κατέληγα στο δωμάτιο με τα πολλά βιβλία. Καθόμουν στην πολυθρόνα με το καφέ κάλυμμα και τα ξεφύλλιζα, έχοντας για συντροφιά τον αγαπημένο μου παππού.
Πάντα με συμβούλευε να διαβάζω. Λάτρευε τα παραμύθια και σε κάθε ευκαιρία μου αγόραζε και από ένα. Τα μελετούσα και μετά συζητούσαμε με τις ώρες. Εξαιτίας του έμαθα να μην μένω μόνο στην πρώτη ανάγνωση και να ψάχνω τα βαθύτερα νοήματα, έτσι ταξίδεψα σε μέρη που δεν θα επισκεπτόμουν ποτέ, έτσι βρήκα καταφύγιο σε περιόδους που ήμουν πολύ αγχωμένη. Τα βιβλία γίνανε σύμμαχοι μου, γίναν οι πιο πιστοί φίλοι και συνοδοιπόροι.
Όταν τον επισκέφτηκε το θηρίο, δεν μπορούσα να φανταστώ τις αλλαγές που θα επέρχονταν στις ζωές μας. Θεραπείες και φάρμακα. Αυτός όμως ακμαίος, να δίνει δύναμη και να προσπαθεί. Στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου έφυγε. Πάλεψε χρόνια, μα στο τέλος νικήθηκε.
Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα θρηνώ λίγο περισσότερο. Φέρνω τη μορφή του στο μυαλό μου και προσπαθώ να ακούσω τη φωνή του. Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα ένιωθε όταν θα μάθαινε ότι πέρασα πρώτη στη σχολή που φοίτησα, πώς θα αντιδρούσε όταν αποφοίτησα επίσης πρώτη από την ίδια σχολή, πόσο θα χαιρόταν που συνεχίζω τις σπουδές μου, ακόμα και που γράφω σ’ αυτό εδώ το ηλεκτρονικό περιοδικό. Ιδίως για αυτό υποθέτω ότι θα ήταν πολύ περήφανος, αφού μας διακατέχει η ίδια συγγραφική τρέλα. Σήμερα με το παρόν κείμενο είναι σαν να τον αποχαιρετώ, όχι με θλίψη πλέον, μα με ελπίδα. Εξάλλου η ελπίδα είναι το μόνο αγαθό που είναι κοινό σε όλους τους ανθρώπους…