Ζήτημα εμπιστοσύνης

Η Ροζα μόλις είχε καθίσει στο γραφείο της, στο αστυνομικό τμήμα Συκεών Θεσσαλονίκης, όταν μπήκε μέσα ο διευθυντής της. «Μπορείς να πας στη μονοκατοικία στην οδό Αριστομένους 13;», την ρώτησε. Ο ιδιοκτήτης, ένας Νικόλαος Σπανίδης, 92 χρόνων, καταγγέλλει ότι κάποιοι τα ξημερώματα επιχείρησαν να παραβιάσουν την εξώπορτα του σπιτιού του αλλά απέτυχαν. «Φεύγω αμέσως», είπε εκείνη. Σε λίγη ώρα βρισκόταν έξω από την μονοκατοικία της οδού Αριστομένους .

Χτύπησε το κουδούνι. Ένας άνδρας γέρος, αλλά κοτσονάτος, της άνοιξε. Μετά τα διαδικαστικά, η Ρόζα τον ρώτησε. «Πώς καταλάβατε ότι θέλησαν να σας διαρρήξουν το σπίτι»; «Άκουσα έναν θόρυβο στις 5 η ώρα το πρωί, κάτι σαν κάποιος να προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα με ένα κατσαβίδι. Αμέσως φώναξα, ‘’θα καλέσω την αστυνομία’’ και ένα τρέξιμο ακούστηκε στην σκάλα». Η Ρόζα κύτταξε προσεχτικά την εξώπορτα, αλλά δεν διέκρινε κανένα ίχνος παραβίασης. «Έχετε τίποτε στο σπίτι που θα το έκανε ελκυστικό για να το επισκεφτούν οι διαρρήκτες;», τον ρώτησε. «Λεφτά, ας πούμε, κοσμήματα, λίρες…». «Μπα», είπε εκείνος.

Η Ρόζα του χαμογέλασε και τον κύτταξε σαν να μην τον πίστευε. «Έχω ένα πίνακα», είπε ο γέρος παίρνοντας θάρρος. «Ελάτε να σας τον δείξω. Είναι μια θαλασσογραφία του Βολανάκη». Η Ρόζα μπήκε μαζί του στο σαλόνι και γύρισε γύρω το κεφάλι της για να δει τον πίνακα. «Όχι, δεν τον έχω κρεμασμένο», είπε εκείνος. Άνοιξε ένα συρτάρι στο βαρύ σύνθετο που ήταν στον χώρο και πίσω από μια στοίβα πετσέτες, έβγαλε ένα τυλιγμένο σε ρόλο καμβά. Η Ρόζα κύτταξε τη θαλασσογραφία προσεχτικά. «Ξέρετε βέβαια πως αξίζει πια μια περιουσία», του είπε. «Ε, το ξέρω, αλλά δεν θέλησα ποτέ να τον πουλήσω. Ήθελα να τον αφήσω στον γιο μου σαν… σαν…», έψαξε τις λέξεις, «σαν εξασφάλιση».

Η Ρόζα τον κύτταξε ερωτηματικά. «Ήταν  ψυχικά ασθενής», είπε εκείνος με χαμηλωμένη φωνή. «Αυτοκτόνησε πριν τρία χρόνια». Λυπάμαι είπε η Ροζα. «Ξέρει κανείς για την ύπαρξη αυτού του πίνακα»; «Από τότε που πέθανε η γυναίκα και ο γιος μου κανείς», είπε εκείνος πικρά. «Ίσως όμως αυτοί όταν ζούσαν να είχαν πει σε κάποιους για τον πίνακα», επέμενε η Ρόζα. «Ούτε εκείνοι ήξεραν την αξία του», είπε ο γέρος. «Νόμιζαν ότι ήταν αντίγραφο». «Παρόλα αυτά, ας υποθέσουμε ότι κάποιος είχε μάθει για τον πίνακα, ή για κάποιον λόγο ήθελε να σας εκδικηθεί και έμπαινε στο σπίτι, εσείς έχετε κάτι με το οποίο θα μπορούσατε να αμυνθείτε;», ρώτησε εκείνη. Αυτός δίστασε πάλι. Κοίταξε όμως τα ολόφωτα μάτια της νεαρής γυναίκας και ένιωσε εμπιστοσύνη. «Έχω ένα όπλο», είπε. «Όπλο; Λειτουργεί; Μπορώ να το δω;», ρώτησε η Ρόζα. «Πάω να το φέρω», είπε εκείνος.

Η Ρόζα έφυγε επιτέλους από την μονοκατοικία. «Πρέπει πρώτα να περάσω από το σπίτι της γιαγιάς», σκέφτηκε. «Άλλωστε και τα λουλούδια θα θέλουν πότισμα! Μετά θα πάω στο τμήμα και το βραδάκι στο γηροκομείο». Δεν είχε τελειώσει ακόμη την βάρδια της, όταν μπήκε στο γραφείο πάλι ο διευθυντής. «Τα ‘μαθες  τα νέα», της είπε. «Ο δικός σου αυτοκτόνησε». «Ο δικός μου, ποιος δικός μου;» ρώτησε εκείνη. «Αυτός, ντε, που πηγές το πρωί για τη δήθεν απόπειρα ληστείας. Βρέθηκε νεκρός με το όπλο του δίπλα. Όλα δείχνουν αυτοκτονία». «Βρε τον καημένο τον γεράκο», είπε η Ρόζα. «Φαινόταν κουρασμένος από την ζωή. Είχε αυτοκτονήσει και ο γιος του πριν τρία χρόνια».

Ο διευθυντής κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Η Ρόζα έφτασε αργά το βράδυ στο γηροκομείο, όπου τον τελευταίο χρόνο έμενε η γιαγιά της μετά το εγκεφαλικό που την είχε αφήσει χωρίς μιλιά. «Γιαγιά σου έχω νέα», της είπε. «Ο Νικόλας πήρε επιτέλους το εισιτήριο για την κόλαση. Η γιαγιά την κύτταξε βαθιά μες τα μάτια και οι μνήμες άρχισαν να την κατακλύζουν. Ήταν κοριτσάκι στην εφηβεία όταν οι Γερμανοί μάζεψαν τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης για να τους στείλουν στην εξορία και στον θάνατο. Οι γονείς της την έβαλαν σε μια κρυψώνα πίσω από την ντουλάπα και οι Γερμανοί δεν τη βρήκαν. Μετά από τρεις μέρες, όταν άκουσε τον παιδικό της φίλο Νικόλα, που έμενε στο διπλανό διαμέρισμα να περνά τον διάδρομο της πολυκατοικίας, βγήκε από την κρυψώνα και του είπε τι είχε συμβεί. Ήταν ο μόνος που του είχε εμπιστοσύνη. «Μπες ξανά μέσα», της είπε εκείνος. «Το βράδυ θα έρθω να σε βγάλω». Και όντως ήρθε. Ήρθε όμως συνοδευόμενος από μισή ντουζίνα Γερμανούς. «Εκεί», τους είπε και τους έδειξε την ντουλάπα. Οι Γερμανοί όρμησαν και την έβγαλαν έξω με την βία. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ότι είδε από το πατρικό της σπίτι, ήταν η θαλασσογραφία του Βολανάκη στον τοίχο. «Και  ο πίνακας του Βολανάκη», είπε η Ρόζα,  «σαν να κατάλαβε την σκέψη της και αυτός επέστρεψε στο σπίτι του, γιαγιά». Η γιαγιά χαμογέλασε και της έσφιξε το χέρι. Η Ρόζα χάιδεψε το μέσα μέρος του γέρικου μπράτσου της, εκεί, πάνω στον χαραγμένο ανεξίτηλο αριθμό.