Η καθηγήτριά μας μας είχε αναγγείλει ότι θα γίνει βραδιά ποίησης σήμερα το απόγευμα. Σκέφτηκα να φορέσω το ολόλευκό μου φόρεμα. Πρώτη φορά θα διαβάσω μπροστά σε δημόσιο κοινό. Η έκθεσή μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι τόσο άμεση. Αλλά τώρα; Ήρθε η μεγάλη στιγμή. Χειροκροτήματα διαχέονται μέχρι πίσω στα παρασκήνια. Βγαίνω με αργά βήματα. Επέλεξα να διαβάσω ένα από τα αγαπημένα μου. Στους πρώτους στίχους είδα τα γράμματα να ζωντανεύουν. Το σ με το ζ να χορεύουν αγκαζέ. Το φ να βγάζει τη γλώσσα του στο θ. Το ρ να γυρνάει τον κώλο του στο λ και να κουνιέται σαρκαστικά. Δεν μπορώ να συγκρατήσω τα γέλια μου. Το ακροατήριο να με γιουχάρει. Αναψοκοκκινισμένη από θυμό φωνάζω δυνατά: «Και τι με αυτό;». Λες κι είναι κακό να αυτοσαρκαζόμαστε. Ήθελα, παρόλα αυτά, να είμαι σε μια τέτοια ιδιαίτερη βραδιά. Αν είχα δεύτερη ευκαιρία, θα το ξαναέκανα. Μα, φυσικά! Κι ας νομίζουν πως όσοι αναγιγνώσκουν καλά μπορούν να γίνουν οι μεγαλύτεροι συγγραφείς.