Έπαινος στον λογοτεχνικό διαγωνισμό του Art In Vivo της Ελένης Ελευθεριάδου
Μικρός φοβόσουν το σκοτάδι
έσερνες στο χολ την πικέ κουβερτούλα σου
ψάχνοντας μια ζεστή πνοή να γευτείς
σε δείπνο συναισθήσεων με απαρτία.
Τώρα φοβάσαι το φως
σέρνεις σε υπονόμους τα φυλλοκάρδια σου
ψάχνοντας μια ξύλινη γλώσσα να συνεννοηθείς
αρκούμενος σε κυριολεξίες και μυθεύματα.
Γοητεύεσαι από τα μελιστάλακτα λόγια
αυτά που ξεστομίζουν αβέρτα οι επιτήδειοι
φράσεις άπρακτες γιγάντιες ηχηρές
απροσδιόριστης δύναμης για τιθάσευση
μέχρι το μυαλό να γίνει άγνωρο με κομμένα τα φτερά.
Απογοητεύεσαι από τα ανείπωτα λόγια
αυτά που απαιτούν κοπιαστική ευστροφία
θαρρείς και μόνο ο ακουστικός ήχος τους μπορεί να σε εξυψώσει
μα την ουσία πυρπολείς στην κορυφή του χάρτινου πύργου σου
φορώντας περήφανα το χρυσό στέμμα της αδιαφορίας.
Τους καθρέφτες να φοβάσαι
τα λευκά ψέματα που μουρμουρούσες μπροστά τους
στρώνοντας δήθεν αθώα τον μαύρο σου τον γιακά
από τα μικρά κι ασήμαντα ξεκινούν όλα, έλεγε η γιαγιά σου
με μαθηματική ακρίβεια η κλιμάκωση επήλθε
κι η αντανάκλαση που έπλασες για σένα
ηλίου φαεινότερη νομίζεις ότι λάμπει,
αλλά αν την παρατηρήσεις με τα κιάλια
εκτροχιάζεται θανατηφόρα
σε έναν κόσμο που για να αλλάξει
από τη μονάδα αρχίζει η ανθρωπότητα.