Πάντα η Μαίρη σκεφτόταν τί θα γινόταν αν συναντούσε κάποτε τον Άρη, την πρώτη της αγάπη στο Λύκειο. Τι θα του έλεγε, πώς θα το έλεγε, τί θα της έλεγε, πώς θα την κυττούσε. Αν αυτός πρόσεχε πως έχει πάρει κιλά, αν τα μαλλιά του είχαν πέσει και είχε φαλάκρα. Η αλήθεια είναι πως τον είχε ψάξει στο Facebook. Είχε βάλει όλους τους συνδυασμούς ονομάτων, είχε μπει στο προφίλ των τότε φίλων του και είχε ψάξει ένα ένα τα likes τους μήπως και τον εντοπίσει. Μάταιος κόπος. Από τότε που είχε φύγει από την μικρή τους πόλη, μιας και ο στρατιωτικός πατέρας του είχε πάρει μετάθεση, δεν τον ξανάδε ποτέ. Είχαν χωρίσει επεισοδιακά τη μέρα που έφευγε. Ήταν και οι δυο θυμωμένοι και λυπημένοι από το γεγονός και ανώριμοι όπως ήτανε σε αυτή την ηλικία, άρχισαν στα ξαφνικά να ανταλλάζουν λέξεις και φράσεις που κανένας ίσως δεν εννοούσε.
Και να, όταν πια νόμιζε ότι τον είχε ξεχάσει, τη μέρα που δεν έπρεπε να τον δει, που έβρεχε με το τουλούμι και δεν είχε ομπρέλα, που τα παπούτσια της είχαν πλημμυρίσει από τα λασπόνερα και τα βρεγμένα μαλλιά της είχαν κολλήσει στο κρανίο, τον είδε να πετάγεται μπροστά της σαν φάντης μπαστούνι. Κρατούσε μια καφέ καρό ομπρέλα και την κύτταζε με απορία. Μα είναι αυτός αλήθεια, αναρωτήθηκε η Μαίρη. Με κοιτάζει βέβαια, αλλά μήπως με κύτταζε επειδή τον κοιτάζω.
Της φάνηκε πιο ψηλός.
«Μπα, κάποιος που θα του μοιάζει είναι», σκέφτηκε η Μαίρη, όταν η ματιά της έπεσε στο σημάδι στο πηγούνι του. Οι αναμνήσεις κατέκλυσαν το είναι της. Ήταν τότε, στο τελευταίο καλοκαίρι τους, το 1997. Η ταινία Τιτανικός έσκιζε στα ταμεία,
είχαν πάρει τα ποδήλατα τους και διέσχιζαν έναν μάλλον ήσυχο δρόμο, όταν αυτός είχε την φαεινή ιδέα να αφήσει το τιμόνι, να απλώσει τα χέρια αλλά Ντι Κάπριο και να φωνάξει:
«Είμαι ο βασιλιάς του κόσμου!».
Και δεν έφτανε αυτό, αλλά γύρισε το κεφάλι σε εκείνη που ερχόταν πιο πίσω και ξαναφώναξε: «Και συ η βασίλισσα μου!». Και παρ’ τον κάτω. Χτύπησε άσχημα στο πηγούνι. Αυτή προσπάθησε να τον πείσει να πάνε στο νοσοκομείο για να του κάνουν ράμματα, αλλά αυτός φοβόταν τον γιατρό, τις σύριγγες, τον μπαμπά του, ποιος ξέρει.
Έτσι κοτσάρισε ένα χάνζαπλαστ και το άφησε. Η πληγή έκλεισε, αλλά του άφησε ένα σημάδι. Τότε εκείνη έκανε να φύγει, να κρυφτεί, να μην δει τα χάλια που έχει, όταν άκουσε τη φωνή του «Μαίρη, εσύ δεν είσαι;». Αυτή έπιασε τα βρεγμένα της μαλλιά και είπε με απελπισία, «απορώ πώς με γνώρισες». «Πώς θα μπορούσα να ξεχάσω αυτά τα μάτια», είπε εκείνος κάπως αμήχανα.
Σιωπηλά έτεινε την ομπρέλα του και εκείνη μπήκε από κάτω. Αυθόρμητα έπιασε το μπράτσο του όπως τότε. «Πού πας;», την ρώτησε; «Πάω στο φροντιστήριο Αγγλικών να πάρω την κόρη μου». «Α!», είπε, μόνο εκείνος. «Εσύ πώς βρέθηκες εδώ», ρώτησε η Μαίρη. «Ήρθα για την κηδεία ενός θείου της γυναίκας μου», είπε ο Άρης.
«Α!», έκανε μόνο εκείνη. Περπατούσαν σιωπηλά.
«Εδώ είναι το φροντιστήριο», είπε η Μαίρη.
«Σε ευχαριστώ που με έφερες ως εδώ. Και χάρηκα. Πραγματικά χάρηκα που σε είδα».
Έκανε να μπει στην είσοδο του φροντιστηρίου, όταν εκείνος της φώναξε
«Τι θα γινόταν αν δεν είχαμε χωρίσει τότε;».
Η Μαίρη γύρισε, χαμογέλασε και του είπε «Πιθανώς θα είχαμε χωρίσει αργότερα». Αυτός έκανε έναν μορφασμό. «Εσύ τι λες», τον ρώτησε η Μαίρη. «Τι θα είχε γίνει;».
Ο Άρης την κύτταξε βαθιά μες στα μάτια, και ενώ το χέρι του έπαιζε με την ουλή στο σαγόνι του, είπε: «Εγώ θα ήμουνα ακόμη ο βασιλιάς του κόσμου!».