Το έβλεπα που ερχόταν. Δεν πήγαινε ούτε γρήγορα, ούτε αργά. Έτρεχε όμοια με ένα αυτοκίνητο σε έναν επαρχιακό δρόμο. Το έβλεπα που ερχόταν καταπάνω μου. Προλάβαινα να φύγω -να τρέξω. Προτίμησα όμως να χάσκω κοιτάζοντάς το. Για πόσα να τρέξω ακόμα; Το είδα, σαν αυτοκίνητο να περνάει από πάνω μου. Ένιωσα το στραπατσάρισμα. Η άσφαλτος, όμως, δεν γέμισε αίματα. Και γύρω μου δεν μαζεύτηκε κόσμος. «Είσαι καλά;», με ρώτησα. Κούνησα το κεφάλι καταφατικά. Είναι γιατί έφυγε με την ίδια ταχύτητα που ήρθε. Ούτε γρήγορα, ούτε αργά. Κι ευτυχώς, δεν έμεινε. Κι ας με άφησε στο περίπου έτσι. Το είδα να περνάει από πάνω μου κι όμως σηκώθηκα και τώρα γράφω αυτές τις λίγες αράδες. Έμαθα να μην δίνω περισσότερες γραμμές σε κάτι που περνάει από πάνω μου με ταχύτητα πόλης και δεν σταματάει να ρωτήσει ένα «πώς είσαι;». Ακόμα κι αν δεν έχω κουράγιο να τρέξω -φτάνει που ξέρω πως προλαβαίνω.