Η τελευταία συνταγή

   Η Σιμέλα είχε κατέβει στην πόλη  μωρό ακόμα. Δέκα χρονών ήταν μα η πόντια μάνα της έτσι τη φώναζε  . Πρόσφυγες σε ένα χωριό της Μακεδονίας οι γονείς  , πολλά παιδιά πολλά στόματα πολλά έλη επίσης και αρρώστια ο τόπος . Βρέθηκε ένας μακρινός ξάδερφος πρόσφυγας κι αυτός από την Σμύρνη που στο μεταξύ είχε πιαστεί καλά στην Σαλονίκη  με την αντιπαροχή και είπε του πατέρα της να την πάρει ψυχοκόρη του. Ίσως να ήταν και για το  καλό  της σκέφτηκαν οι δικοί της και όπως συμβαίνει σε τέτοιες συγκυρίες η ανάγκη μπήκε πάνω από την τρυφερότητα.

    Πράγματι στάθηκε τυχερή . Ήταν καλοί μαζί της οι νοικοκύρηδες. Απορούσε μάλιστα πώς δεν λύγιζαν οι σκάλες υπηρεσίας με τα τόσα που άκουγαν από τις άλλες κοπέλες όταν  συγκεντρώνονταν  τα βράδια   και λέγανε τον καημό τους.  Η ίδια έκανε το σταυρό της που ούτε πείναγε, ούτε κρύωνε ούτε κανείς ποτέ άπλωσε χέρι με οποιονδήποτε τρόπο πάνω της.

    Όταν πρωτοπήγε βρήκε την Κοκώνη  στη λάτρα του σπιτιού . Μια γεροδεμένη δεκαεπτάχρονη από την Τούμπα . Χαράματα ερχόταν στο σπίτι , αργά το απόγευμα  έφευγε για το δικό της. Η κυρία είχε τα δίδυμα στην κούνια  τότε και χρειαζόταν βοήθεια όλη μέρα. Εξάλλου η Κοκώνη ήταν πια της παντρειάς κι  έπρεπε να προνοήσουν οι εργοδότες . Ταίριαξαν σαν αδερφές από την πρώτη στιγμή και η μεγάλη έμαθε στο μικρό όλα τα μυστικά του νοικοκυριού , κυρίως αυτά της κουζίνας.

     “ Το καλό φαί τον μερεύει τον άνθρωπο γιαβρί μου “ της εξηγούσε και δώστου συμβουλές για το κρεμμύδι που πρέπει να είναι μπόλικο στα γυαλαντζί, για το άφθονο  σκόρδο που ¨κρύβουμε ¨ στο αρνί να παίρνει την μυρωδιά μα πάνω από όλα για το ¨κανάκεμα¨ που θέλει το μαγείρεμα. Να ήτανε από καμιά μεριά η μάνα της σκεφτόταν η Σιμέλα να την δει στα πισία που το  ΄χε πάντα βάσανο να της φτάσει το τυρί . Εκείνοι έναν τενεκέ είχαν κάτω από το νεροχύτη. Άνοιγε , έκοβε και τα ξεχείλιζε πριν τα ρίξει στο τηγάνι. Πράγματι δύο χρόνια μετά η Κοκώνη παντρεύτηκε . Ο αδερφός της έκανε το προξενιό,  είχε κι η ίδια ένα μικρό κομπόδεμα , πήρε και κάτι σαν προίκα από τα αφεντικά,  έκανε το δικό της σπιτικό. Χαιρότανε η Σιμέλα στο γάμο που μοίραζε  τα κουφέτα και σκέφτονταν πως και κείνη μια μέρα θα στέκονταν με το άσπρο φουστανάκι της στο πλάι κάποιου που θα την έκανε ¨κυρία¨.

        Δύο φορές ξαναπήγε στο πατρικό της με άδεια.   Αφότου πέθαναν τα γονικά της , αραίωναν και τα γράμματα ώσπου σταμάτησαν εντελώς . Ούτε ήξερε ούτε είχε τρόπο να μάθει  που βρίσκονταν τα πέντε αδέρφια της κι αν ήταν καλά. Παρηγοριόταν με τα δίδυμα που είχαν γίνει στο μεταξύ δυνατά και ζωηρά αγόρια και έκανε πως τους μάλωνε που όλα τα ανακάτευαν και πάγκο καθαρό δεν έβλεπε η κουζίνα. Ο ένας ήθελε αυγόφετες ό άλλος λαλάγκια.  Μπακλαβά παράγγελνε ο ένας πριν φύγει για το σχολείο , σιμιγδαλένιο χαλβά ο άλλος. Οι γονείς τους πάλι είχαν βαλθεί να εκμοντερνιστούν όλα. Πήραν ηλεκτρική κουζίνα να φύγει η γκαζιέρα και  να σταματήσουν τα πάνε – έλα στο φούρνο της γειτονιάς για ψήσιμο. ¨Ήρθε ηλεκτρικό ψυγείο αντί για κείνο του πάγου και   δυο – τρία βιβλία με συνταγές που τη βοηθούσε η κυρία να διαβάζει και να κατανοεί. Η Ελλάδα γινόταν πια Ευρώπη και δεν ήταν δυνατόν ένα καλό σπίτι σαν το δικό τους να μείνει στην ανατολίτικη κουζίνα που ήξεραν.

             Ήταν πια τριάντα χρονών . Γεροντοκόρη δηλαδή κι ας της λέγαν ακόμη ¨και στα δικά σου ¨ κάθε που έφευγε νύφη κάποια από τα κορίτσια του ακάλυπτου. Που να τον έβρισκε τον γαμπρό κλεισμένη όλη την μέρα στο ρετιρέ της Αντιγονιδών; Αυτή ούτε στην Αριστοτέλους δεν τόλμαγε να πάει μόνη . Μήπως είχε και κανέναν να της προτείνει συνοικέσιο ; Καμιά φορά μελαγχολούσε μα ύστερα πήγαινε στην κουζίνα, έψηνε ένα από αυτά τα μοντέρνα τα κέικ και περίμενε να  της δώσουν τα εύσημα για να φωτίσει το μέσα της.  Όσο η μαγειρική της ευχαριστούσε την οικογένεια , αυτήν την μόνη που είχε τέλος πάντων, ένιωθε την πληρότητα της προσφοράς. Ένιωθε σημαντική και αναντικατάστατη. Δουλειές έκανε η καθεμιά  .Εδώ μια μηχανή και έβαζε μπουγάδα ! Μα το φαγητό ήταν άλλο πράγμα ήταν ανάγκη και νιάξιμο μαζί . Και χρόνος μοιρασμένος.

              Η ηλικία  βάρυνε το σώμα και διπλά τη σκέψη της. Εδώ και μια διετία  τα παιδιά είχαν φύγει από το σπίτι. Πολιτικοί μηχανικοί και οι δύο είχαν μπει στη δουλειά του πατέρα τους. Ο ένας μάλιστα συζούσε άκουσε με μια κοπέλα . Στο σπίτι βασίλευε ησυχία , στην κουζίνα τάξη και καθαριότητα. Μαγείρευε πια μικρές ποσότητες, βάσει διαιτολογίου που είχε συστήσει ο γιατρός στον κύριο για την καρδιά του. Όχι τηγανιτά , όχι τσιγαριστά όχι σάλτσες . Κάτι νερομπούλια άνοστα και αδιάφορα σαν αυτά των νοσοκομείων. Συχνά έτρωγαν πια στο πόδι  . Το φαγητό είχε ξεπέσει σε διεκπεραίωση κι η ατμόσφαιρα απαλλαγμένη από τις ευωδιές των υλικών μύριζε  μπαρούτι.

                 Της το ανακοίνωσαν μια Κυριακή λίγο πριν τα πεντηκοστά της γενέθλια. Την βάλαν να καθίσει στο σαλόνι σαν επισκέπτρια και της σέρβιραν καφέ ! Πρώτη φορά στα τόσα χρόνια κι ενώ  είχε ψήσει ένα καφεκοπτείο για χάρη τους. Χωρίς παξιμάδι . Την ευχαριστούσαν για την αφοσίωση και την εντιμότητά της . Για τις γεύσεις και την φροντίδα της . Αλλά πια δεν την χρειαζόταν και ήταν καιρός και για κείνη να ξεκουραστεί. Βεβαίως δεν θα την άφηναν έτσι . Θα της επέτρεπαν να κάθεται δωρεάν στο δώμα της πολυκατοικίας που έχτισαν στην Τριανδρία και θα της έδιναν κι ένα ποσό σαν “ ευχαριστώ “ . Κάτι σαν εφάπαξ δηλαδή.

                   Ναι ήταν τυχερή το ήξερε . Δεν θα πεινούσε, δεν θα κρύωνε, κανείς δεν θα μπορούσε να την κουνήσει από το ¨σπίτι ¨ της  .  Κανείς επίσης   δεν κατάλαβε τους λόγους που την έσπρωξαν  στο κενό . Πέντε όροφοι ψηλά ήταν το δώμα . Βρήκαν τα λιγοστά της πράγματα  ακόμη στη βαλίτσα όπως τα μετέφερε . Άθικτες οι ηλεκτρικές συσκευές στο κουζινάκι , με τις ταινίες όπως τοποθετήθηκαν . Μόνο πάνω στο τραπέζι είχε αφήσει με τα κολλυβογράμματα που ήξερε μια συνταγή  . Είχε υπογραμμίσει το ρόδι που πάντα της άρεσε να είναι πλούσιο στο στάρι  που πήγαινε στην εκκλησία τα ψυχοσάββατα .