Ιστορίες μιας αναπληρώτριας, Μέρος Β’

Δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα. Πάνω που πήγαινα να αποκοιμηθώ, ξεπετάγονταν από το πουθενά κάτι σκέψεις τρελές, σαν Ερινύες και με κυνηγούσαν. Τί ότι δεν ήταν έγκυρη η πρόσληψη μου, τί ότι δεν έβρισκα σπίτι -αυτός ήταν ο μεγαλύτερος μου φόβος-, τί ότι είχα λάθος δικαιολογητικά ή ότι πήρα μαζί μου λάθος βιβλία . Θα μου πείτε, «Φέρνεις την καταστροφή» και δεν θα έχετε άδικο, τι να κάνω όμως; Υπερβάλλω για να αποδώσω το νόημα.

Λίγο πριν χαράξει αποφάσισα ότι δεν υπάρχει λόγος να στριφογυρίζω άλλο στο κρεβάτι. Έριξα μια ζακέτα πάνω μου και βγήκα στο μπαλκόνι. Η πρωινή δροσιά ήταν αναζωογονητική. Κατέβηκα τα σκαλιά και κατευθύνθηκα στην αγαπημένη μου αιώρα. Ξάπλωσα και άρχισα να χαζεύω τα άνθη της αμυγδαλιάς που είχε απλώσει τα κλαδιά της από πάνω μου. Η μυρωδιά της με περικύκλωσε στο δευτερόλεπτο. Έκλεισα τα μάτια και σκέφτηκα τις επιλογές μου. Αυτό που ποθούσα διακαώς τόσο καιρό επιτέλους πραγματοποιούνταν, εγώ όμως δεν ήμουν καθόλου χαρούμενη. Ένιωθα λες και έχανα τη γη κάτω από τα πόδια μου, βίωνα μια εσωτερική πάλη και πολύ φοβόμουν ότι θα θρηνούσαμε θύματα.

Δέκα βαθμοί κελσίου. Σύννεφα και έντονος αέρας. Αποχαιρέτησα την ανταριασμένη νεκρόπολη και ξεκίνησα για ένα ταξίδι στο άγνωστο. Πέντε ώρες. Πέντε ώρες και κάτι. Μετά από πολλές εναλλαγές τοπίων, πολλές στροφές και χωριουδάκια, κατά το μεσημέρι έφτασα στην πόλη που θα με φιλοξενούσε μέχρι να ηχήσει το τελευταίο κουδούνι της χρονιάς.

Απογοήτευση με την πρώτη ματιά. «Τι τους αρέσει εδώ, δεν μπορώ να καταλάβω» αναρωτιόμουν. Όλα ήταν άχρωμα. Ήθελα να φύγω την ίδια στιγμή. Μετά από πολύ ψάξιμο εντόπισα το ξενοδοχείο στο οποίο θα διανυκτέρευα. «Μακάρι να έχω δωμάτιο με θέα» ευχήθηκα. Άτυχη για ακόμα μια φορά. Κάτι κτίρια έβλεπα και κάτι χαλάσματα.

Έπρεπε να φάω˙ είχαν περάσει τόσες ώρες από το πρωί. «Μην παραλείπεις γεύματα» μου έλεγε ξανά και ξανά ο διατροφολόγος μου. Αυτό το είχα ξεχάσει. Σε κανονικές συνθήκες την άλλη μέρα το πρωί θα είχα ραντεβού. Ζύγισμα τώρα καλό Πάσχα. Πάει και η διατροφή. Τι να προσέχω και πώς να μαγειρεύω; Δεν είχα πάρει μαζί μου και μαγειρικά σκεύη έχοντας κατά νου ότι θα αγοράσω από εδώ. Αμ δε. Όλα ήταν κλειστά και δεν μπορούσα να πάρω τίποτα.

Βγήκα από το ξενοδοχείο και περπάτησα κατά μήκος της παραλίας. Εδώ να δείτε αντάρα˙ κατάμαυρος ουρανός και κάτι κύματα…Την ώρα που ένιωσα στο πρόσωπο μου την πρώτη σταγόνα της βροχής, έβγαζα φωτογραφίες το τοπίο. Είχα να ενημερώσω και τους διαδικτυακούς μου φίλους για την μετακόμιση μου. Δεν το ήξερε σχεδόν κανείς ˙δεν ήθελα να το μάθουν, από φόβο ότι θα τα παρατούσα και θα γυρνούσα πίσω. Ξέρετε είναι και το «Τι θα πει ο κόσμος;». Η βροχή πύκνωσε. Μπήκα άρον άρον στο πρώτο φαστφουντάδικο που συνάντησα μπροστά μου , παρήγγειλα κάτι από τον κατάλογο και γύρισα πίσω.  

Και εκεί είναι που άρχισε το πανηγύρι. Έπρεπε να βρω σπίτι. Εντόπισα πολλές αγγελίες, δεν μπορώ να πω, ήταν όμως παλιές, τουτέστιν όλα τα διαμερίσματα ήταν κατειλημμένα. Έπαιρνα τηλέφωνα ξανά και ξανά, μιλούσα με μεσίτες και ιδιώτες. Τίποτα. Πάνω που άρχισα να απελπίζομαι, σαν ουρανοκατέβατη εμφανίστηκε στο σάιτ μια νέα καταχώρηση. Δεν έχασα λεπτό . Κάλεσα αμέσως και έκλεισα ραντεβού για την επομένη. Κάπου εκεί έκλαψα. Έκλαψα πολύ. Όλο το άγχος των ημερών ξέσπασε σαν την φουρτούνα που μαινόταν λίγα μέτρα μακριά μου.

Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου διαπερνούσαν τις σκουρόχρωμες κουρτίνες δίνοντας μια όψη διαφορετική στον χώρο. «Μακάρι να το έβλεπα αυτό» μονολόγησα και άρχισα στα γρήγορα να ετοιμάζομαι για τα ραντεβού της ημέρας.