Ιστορίες μιας Αναπληρώτριας, Σάμμερ εντίσιον

Η επιστροφή στη νεκρόπολη ήταν βροχερή˙ από Κατερίνη και μετά δεν σταμάτησε να βρέχει. Μάλλον κάποια υπερβατική δύναμη θρηνούσε, όπως θρηνούσα και εγώ για τη ζωή που άφηνα πίσω μου. Μαύρα σύννεφα είχαν απλωθεί στον μέχρι πρότινος καταγάλανο ουρανό και παχιές σταγόνες, όμοιες με εκείνες που έτρεχαν ασταμάτητα από τα μάτια μου, διαδέχονταν η μία την άλλη.

Όταν έφτασα σπίτι, μετά από έξι ώρες ταξιδιού, όλα μου φαίνονταν ξένα. Ξεφόρτωσα τις βαλίτσες και τις αναπληρωτόκουτες με την ίδια δυσκολία με την οποία τις είχα φορτώσει τέσσερις μήνες πριν. Μπήκα στο δωμάτιο μου, τακτοποίησα όπως όπως τα βασικά και όταν έμεινα μόνη μου έκλαψα, έκλαψα πολύ.

Την επομένη άρχισε το μαρτύριο. Κάρτα ανεργίας, ένσημα, δικαιολογητικά, βιογραφικά. Η απάντηση παντού ίδια˙ «δεν κάνουμε προσλήψεις  λόγω κατάστασης». Δικαιολογίες των εργοδοτών για να καλύψουν την τσιγκουνιά τους.

Πρώτη φορά δεν είχα τι να κάνω. Το μέχρι πρότινος καταφύγιο μου, τα βιβλία, που έστεκαν κατά δεκάδες αδιάβαστα στις δυο βιβλιοθήκες, με είχαν προδώσει. Οι λέξεις χοροπηδούσαν πάνω στις σελίδες, η πλοκή έμπαζε από παντού, οι ήρωες με απογοήτευαν συνεχώς με τις πράξεις τους. Κάτι επιμορφώσεις που είχαν ξεμείνει, ήταν τόσο ανιαρές που προτιμούσα να χάνομαι στις αναμνήσεις μου, παρά να τις μελετώ. Οι εξετάσεις των γερμανικών είχαν τελειώσει μες τον Ιούλιο, συνεπώς ούτε κείμενα είχα να διαβάσω, ούτε λέξεις να μάθω, ούτε διαλόγους να ακούσω , ενώ το μεταπτυχιακό θα ξεκινούσε τις πρώτες μέρες του Οκτώβρη, μαζί με τα πρωτοβρόχια.

Η πλήξη μου ήταν τέτοια, που άρχισα τις εξερευνήσεις. Γρεβενά, Καστοριά, Βελβεντό, Σιάτιστα. Μέρη τόσο κοντά στο δικό μου χωριό, που όμως δεν είχαν μέχρι πρότινος για μένα κανένα ενδιαφέρον. Κολύμπησα στα τιρκουάζ νερά του φαραγγιού της Πορτίτσας στο Σπήλαιο των Γρεβενών, δοκίμασα έναν από τους καλύτερους καφέδες που είχα δοκιμάσει ποτέ πλάι στη λίμνη της Καστοριάς, ακολούθησα πιστά τα ρυάκια που με οδήγησαν στο φαράγγι του Σκεπασμένου στο Βελβεντό και επισκέφτηκα τα μεγαλοπρεπή αρχοντικά της Σιάτιστας. Η χάρη μου έφτασε μέχρι την αγαπημένη μου Φλώρινα˙ εκεί, ήπια τα κοκτέιλ μου δίπλα στο ποτάμι, γεύτηκα για πολλοστή φορά τα εκλεκτά μεζεδάκια στα παραδοσιακά ταβερνάκια, συνάντησα γνωστούς και φίλους με τους οποίους το τελευταίο διάστημα είχαμε χάσει επαφή, πεζοπόρησα μέχρι τον Σταυρό, που σαν αγέρωχος φρουρός επόπτευε την πλάση.

 Με μια πιο προσεκτική ματιά, στη νεκρόπολη ανακάλυψα πολλά διαμαντάκια που μέχρι πρότινος αγνοούσα . Τα σαββατοκύριακα μου τα ξόδευα μαζί με τις κολλητές μου και την αδερφή μου που είχε ξεμπερδέψει με την εξεταστική, πότε στον Βατρακούκο, ένα καφέ μπαρ στολίδι στον κατά τα άλλα νεκρωμένο πεζόδρομο, πότε στο Venue που είχε την καλύτερη θέα σε όλη την πόλη και πότε στο Le Roi που έφτιαχναν τα πιο ευφάνταστα κοκτέιλ που είχα δοκιμάσει ποτέ. Συνήθως αλλάζαμε στέκι ανάλογα με το πού ερωτευόταν η κάθε μια, όπως έλεγε η Δέσποινα, αλλά τα συγκεκριμένα μας ήταν ιδιαίτερα αγαπητά χωρίς να συντρέχει κάποιος τέτοιος λόγος.

  Πότε έφτασε Σεπτέμβρης ούτε που το κατάλαβα. Το καλοκαίρι μου άφησε μια γεύση από μοχίτο φράουλα στα χείλη και μια μυρωδιά από Ferre Rose που επανέφερε στη μνήμη πρόσωπα και στιγμές . Το μόνο αξιόλογο που συνέβη και τάραξε κάπως την βαρετή καθημερινότητα μου ήταν η α’ φάση προσλήψεων των αναπληρωτών. Μέρες ολόκληρες περίμενα πάνω από το κινητό , μήπως και λάβω το πολυπόθητο μήνυμα, το μήνυμα που θα με ενημέρωνε για την πρωτοβάθμια στην οποία θα είχα τοποθετηθεί. Ένιωθα πως πνιγόμουν μες το σπίτι, το άγχος μου είχε χτυπήσει κόκκινο, τρεις την ώρα έλεγχα το σήμα, αλλά μάταιος κόπος. «Αν θε να ’ρθεί, θα ’ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει» λέει ο αγαπημένος μου Ουράνης και έτσι ακριβώς έγινε. Στη φάση αυτή το σύστημα με προσπέρασε και έτσι ξέμεινα στη νεκρόπολη, περιμένοντας μια νέα μεταγενέστερη πρόσληψη. Μια πρόσληψη που σίγουρα δεν θα αργούσε να έρθει.