Ιστορίες μιας Αναπληρώτριας, σίζον 2, μέρος Β’

Πότε πέρασαν οι μέρες ούτε που το κατάλαβα. Ακροβατώντας ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό, πέρασα τις τελευταίες μου στιγμές στην αγαπημένη μου Φλώρινα. Κάθισα ξανά στα έδρανα, κράτησα σημειώσεις, συμμετείχα όσο γινόταν περισσότερο στα μαθήματα, έτσι για να κρατήσω την ψευδαίσθηση πως ήμουν -για λίγο ακόμα- φοιτήτρια.

Μια μέρα πριν επιστρέψω στη νεκρόπολη, έκανα έναν μεγάλο περίπατο πλάι στο ποτάμι. Ξαπόστασα σε ένα από τα παγκάκια και άρχισα να σκέφτομαι όλα όσα θα άφηνα πίσω. Η ζωή μου είχε αρχίσει να μπαίνει σε μια τάξη. Γνώρισα νέο κόσμο, απέκτησα γνώση, αφέθηκα σε μια πραγματικότητα που τώρα θα εγκατέλειπα. Ήταν γλυκόπικρη η αίσθηση αυτής της πρόσληψης. Χαιρόμουν απίστευτα που θα γύριζα πάλι πίσω, μα συνάμα στεναχωριόμουν για όλα εκείνα που τόσο βίαια θα αποχωριζόμουν.

Το σαββατοκύριακο πέρασε γρηγορότερα από οποιοδήποτε άλλο. Ετοίμασα βαλίτσες, μάζεψα το υλικό που θα χρειαζόμουν στη δουλειά και αποχαιρέτησα τους φίλους μου, τους οποίους θα έβλεπα τώρα καλά Χριστούγεννα. Το βράδυ του Σαββάτου το πέρασα στο αγαπημένο μου μπαρ, πίνοντας αρκετά από εκείνα τα κοκτέιλ που άφηναν στον ουρανίσκο γεύση πικραμύγδαλου. Την επομένη φόρτωσα τα πράγματα στο αμάξι και πήρα τον δρόμο του γυρισμού.

Μετά από 6 ώρες και αρκετές στάσεις για καφέ, η πόλη που είχα αποχαιρετήσει λίγους μήνες νωρίτερα, με υποδεχόταν το ίδιο εγκάρδια. Ίδιο σπίτι, ίδια γειτονιά, διαφορετικό σχολείο, διαφορετική λαχτάρα. Ένας νέος κύκλος διαγραφόταν μπροστά μου και το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να τον ακολουθήσω…