Ιστορίες μιας Αναπληρώτριας, σεζόν 2, μέρος Γ

Πρώτη μέρα στο νέο σχολείο. Λίγα λεπτά μετά τις οκτώ πέρασα με την καρδιά μου να κοντεύει να σπάσει, τη σιδερένια πόρτα που θα με οδηγούσε στην τάξη μου. Ανέβηκα τα πολύχρωμα σκαλιά και μερικά μέτρα αργότερα αντίκρισα την πιο όμορφη αίθουσα που θα μπορούσα να αντικρίσω ποτέ. Τεράστια παράθυρα, μαγευτική θέα, δεκάδες βιβλία να παραμένουν ανεξερεύνητα στις τρεις βιβλιοθήκες ˙μέσα σε όλα αυτά, δέκα ζευγάρια μάτια να με περιεργάζονται με περιέργεια.

Πότε έφτασε Δεκέμβρης ούτε που το κατάλαβα. Προσαρμογή, νέες απαιτήσεις, τρομερός φόρτος εργασίας. Το τελευταίο διάστημα η ζωή μου ήταν λες και είχε μπει στον αυτόματο. Σπίτι, δουλειά, δουλειά, σπίτι και διάβασμα, πολύ διάβασμα. Η νέα χρονιά στη Χαλκίδα με έβρισκε με τρία μαθήματα μεταπτυχιακού και άλλα οκτώ προπτυχιακού. Τώρα καταλάβαινα τη μαμά μου που μου έλεγε να μην κάνω πολλά πράγματα ταυτόχρονα.

Οι προπαραμονές των Χριστουγέννων ήταν πολύ δύσκολες. Οι εργασίες έτρεχαν, η εξεταστική πλησίαζε και εγώ έπρεπε να συμβιβάσω και τα του σχολείου. Τέτοια ήταν η κούραση που με διακατείχε που κατέβηκα στην παραλία, στο αγαπημένο μου παγκάκι μόνο δυο φορές. Η ατμόσφαιρα άκρως εορταστική˙ φωτάκια παντού, πλωτά δέντρα στην απέραντη θάλασσα, κρύο τσουχτερό χωρίς να έχουν πέσει ακόμα οι πρώτες νιφάδες.

Τις διακοπές τις πέρασα στη νεκρόπολη. Είδα τους φίλους μου, επισκέφτηκα τα αγαπημένου στέκια και ήπια εκείνο το κοκτέιλ που άφηνε μια επίγευση πικραμύγδαλου στον ουρανίσκο, πέρασα κάποιες μέρες στη Φλώρινα της καρδιάς μου. Λίγες αργότερα μάζεψα τα πράγματα μου και επέστρεψα πίσω. Ίδια ρουτίνα, ίδιες απαιτήσεις, μα ο καιρός περνούσε και τα πράγματα θα βελτιώνονταν…