Εκείνη η Παρασκευή, η προτελευταία Παρασκευή του Οκτώβρη, ήταν ακριβώς όπως όλες οι άλλες. Το ξυπνητήρι χτύπησε τουλάχιστον τέσσερις φορές πριν το κλείσω και όταν αποφάσισα να αποχωριστώ το κρεβάτι μου, η ώρα είχε ήδη πάει εννιά. Έριξα κάτι πάνω μου, έβαλα λίγο κονσίλερ για να καλύψω τους μαύρους κύκλους που είχαν φτάσει ως τη μύτη μου και ήπια βιαστικά μερικές γουλιές από τον καφέ που είχε περισσέψει στην καφετιέρα.
Δεν πέτυχα ούτε ένα κόκκινο φανάρι, κανέναν να χαζολογάει πάνω στις διαβάσεις και βρήκα με την πρώτη γύρα να παρκάρω. Κλείδωσα το αμάξι και άρχισα να κατεβαίνω στη Φιλίππου για να φτάσω στην Παύλου Μελά. Με είχαν ειδοποιήσει λίγες μέρες πριν από μια μεταφορική εταιρεία, για ένα δέμα, το οποίο είχα ξεχάσει. Με βήμα βαριεστημένο, βλέπετε δεν είχα κοιμηθεί πάνω από τρεις ώρες το προηγούμενο βράδυ, έφτασα έξω από το κατάστημα, στο οποίο είχε σχηματιστεί μια ουρά τουλάχιστον είκοσι νοματαίων. Φόρεσα την μάσκα μου και περίμενα. Όταν επιτέλους ήρθε η σειρά μου, πλήρωσα, χαιρέτησα έναν γνωστό που περπατούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο και πήρα τον δρόμο της επιστροφής.
Μετά από 25 ολόκληρες μέρες, παρέλαβα τα βιβλία του μεταπτυχιακού. Τα έβγαλα από την κούτα και άρχισα να τα ξεφυλλίζω. Τρόμαξα λίγο με αυτά που αντίκριζα, αλλά ας όψεται˙ Είκοσι μόρια στο σύστημα διορισμών ήταν αυτά. Δεν έχασα καιρό. Εφοδιάστηκα με μαρκαδοράκια και μολύβια, διάλεξα εκείνο που φαινόταν να έχει τις λιγότερες σελίδες και κατευθύνθηκα στην αιώρα που στεκόταν ασάλευτη ανάμεσα στα δύο πεύκα˙ παρά το κρύο, δεν φυσούσε.
Τόσο απορροφημένη πρέπει να ήμουν που δεν κατάλαβα πότε οι ακτίνες του ήλιου αντικαταστάθηκαν με εκείνες του φεγγαριού. Μάζεψα τα πράγματα μου και μπήκα στο σπίτι. Παρατημένο πάνω στο τραπέζι ήταν από ώρα το κινητό μου. Η οθόνη που αναβόσβηνε μου τράβηξε την προσοχή. «Σε πήραν Εύβοια, ε; Συγχαρητήρια!». Τι κουλό ήταν πάλι αυτό; Εύβοια; Από πού κι ως πού; Πληκτρολόγησα βιαστικά στο google «Υπουργείο Παιδείας» και περίμενα. «Μωρέ λες να βγήκε νωρίτερα η γ’ φάση; Αποκλείεται», έλεγα από μέσα μου και οι παλμοί της καρδιάς μου είχαν φτάσει στα ύψη. Όταν η σελίδα φόρτωσε και είδα αυτό που είδα… μόνο που δεν λιποθύμησα. Άρχισα να κλαίω με λυγμούς, όμοιους με εκείνους της προηγούμενης χρονιάς. Δάκρυα λύτρωσης, δάκρυα χαράς, δάκρυα λύπης. Ένα και το αυτό. Πάνω που η ζωή μου είχε αρχίσει να μπαίνει σε μια σειρά, όλα ανατράπηκαν. Πέρσι απομακρύνθηκα από μια προβληματική κατάσταση, φέτος θα άφηνα πίσω κάτι που είχε αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά και αυτό με στεναχωρούσε περισσότερο.
Εκείνη η Παρασκευή, η προτελευταία Παρασκευή του Οκτώβρη, δεν ήταν όπως όλες οι άλλες. Ήταν το έναυσμα ενός ταξιδιού, γνώριμου πλέον, που σε λίγες μέρες επρόκειτο να ξεκινήσει…