Η ζωή μου το τελευταίο διάστημα ήταν λες και είχε μπει στον αυτόματο˙ οι ώρες γίνονταν μέρες, οι μέρες βδομάδες και χωρίς να το καταλάβω φτάσαμε Νοέμβρη.
Τον Ιούνιο ήμουν τόσο ψυχικά κουρασμένη που άφησα σχεδόν όλα τα μαθήματα που είχαν γραπτή εξέταση. Ολοκλήρωσα τις υποχρεώσεις του μεταπτυχιακού και κάπου εκεί ήρθε και η δουλειά. Στην ερώτηση: «Πού εργάζεσαι;», πλέον απαντούσα στο «Istorima» και προσπαθούσα να εξηγήσω. Έβρισκα ιστορίες, άκουγα βιώματα, κατέγραφα αναμνήσεις για να μην χαθούν στο πέρασμα των ετών. Το Istorima ήταν η αφορμή για να γνωρίσω νέους ανθρώπους, να μελετήσω καλύτερα την ποντιακή παράδοση και τους εκφραστές της, να ταξιδέψω στο παρελθόν μέσα από πολύωρες αφηγήσεις. Πρόβλεψη για διακοπές καμία, μέχρι την στιγμή που η Δέσποινα έκλεισε εισιτήρια για την συναυλία του Αργυρού ˙ το ταξίδι στη Δράμα ήταν μονόδρομος. Η πόλη δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου, παντού νερά και υγρασία στο 100%. Στις μέρες που μείναμε εκεί και για brunch πήγαμε και με τον Αργυρό τραγουδήσαμε και στα σπήλαια τρέχαμε και τους σταλακτίτες θαυμάσαμε και τις βραχογραφίες είδαμε και στο φαράγγι κατεβήκαμε με πέδιλα και φούστα. Αυτό ειδικά ήταν το highlight του ταξιδιού.
Εκείνες τις μέρες ανακοινώθηκε και η Α’ φάση. Δεν είχα πολλές ελπίδες, σκεφτόμουν όμως το τι θα μπορούσε να συμβεί. Είχα δηλώσει πολύ περισσότερες περιοχές, ακόμα και νησιά. Μάταια περίμενα. Το μήνυμα δεν έφτασε ποτέ. Λίγες βδομάδες αργότερα και ούσα σίγουρη πως η νέα χρονιά θα με έβρισκε στην αγαπημένη μου Φλώρινα, βρέθηκα αντιμέτωπη με κάτι το απροσδόκητο. «Α’ Εύβοιας» έγραφε για ακόμη μια φορά το μήνυμα και το κορυφαίο ήταν η πόλη της τοποθέτησης. Με δυο βαλίτσες φορτωμένες όνειρα επέστρεψα σε ένα μέρος γνώριμο˙ ίδια γειτονιά, ίδιο σπίτι, διαφορετικό σχολείο. Η γέφυρα που άνοιξε τρία χρόνια πριν, ίσως φέτος τελικά να έκλεινε, εγκλωβίζοντας με στο εσωτερικό της.