Ιστορίες μιας Αναπληρώτριας, Μέρος Ε’

Ανέκαθεν είχα πρόβλημα προσανατολισμού. Χανόμουν πολύ εύκολα , για αυτό πάντα ακολουθούσα με ευλάβεια την ίδια διαδρομή για να μην βρεθώ ενώπιων δυσάρεστων εκπλήξεων. Οδοί και αριθμοί ήταν για μένα περιττές πληροφορίες, συνεπώς δεν τις συγκρατούσα ποτέ. «Η Χαλκίδα είναι μικρή πόλη, θα την μάθεις απ’ έξω πολύ σύντομα» μου είχε πει ο μεσίτης. Για καλό και για κακό πάντως, την πρώτη φορά που κατέβηκα από το σπίτι στην παραλία είχα ανοιχτό το gps. Eντόπισα τη θέση μου και άρχισα να ακολουθώ πιστά τις οδηγίες.

 Κύπρου, Αρεθούσης, Βενιζέλου. Εικόνες πολλές εναλλάσσονταν όσο εγώ περιδιάβαινα στο καινούριο μονοπάτι που είχε εμφανιστεί μπροστά μου. Νεοκλασικά καλοδιατηρημένα, με σκαλιστά κάγκελα και ολάνθιστους κήπους. Αρχοντικά παρατημένα, μες την εξαθλίωση. Ξεχαρβαλωμένα έπιπλα, κάτι κουρέλια πεταμένα άτσαλα, μια ξεθωριασμένη φωτογραφία, με ένα χαμογελαστό ανδρικό πρόσωπο. Πώς να ήταν άραγε όταν κουβαλούσαν ζωή; Ποιοι  να ήταν οι ένοικοι; Πώς να ήταν η καθημερινότητα τους και γιατί να άφησαν τον χρόνο να ρημάξει τις αναμνήσεις τους;

 Θα μπορούσα να χαζεύω αυτά τα εγκαταλελειμμένα αρχοντικά για ώρες, έπρεπε όμως να πηγαίνω. Συνέχισα να κατηφορίζω , ώσπου έφτασα στο «Κόκκινο Σπίτι», ένα νεοκλασικό με πέτρινους ογκόλιθους και μαρμάρινα παράθυρα, προσαρμοσμένο στον βράχο που βρεχόταν απ’την θάλασσα από τρεις πλευρές. Κατευθύνθηκα στην παραλία που ήταν λίγα μέτρα παρακάτω , κάθισα στο γνωστό παγκάκι και άφησα τη θέα να με ταξιδέψει. Η σκέψη μου πέταξε στην νεκρόπολη , όπως προσφωνούσε ένας φίλος την Κοζάνη, και στα δικά της νεοκλασσικά. Εδώ που τα λέμε δεν είναι και πολλά. Ήταν και αυτά ντυμένα με πέτρινους ογκόλιθους, σαν και το στολίδι της πόλης μου, το ρολόι που έστεκε αέναος φρουρός για πάνω από διακόσια χρόνια. «Ποιο ρολόι; Μαμάτσιος λέγεται ρε Μαρία» θα επισήμανε μια γνήσια κοζανίτισα και πολύ καλή μου φίλη, η Βιβή που ήξερε την ιστορία και την παράδοση του τόπου καλύτερα απ’ τον καθένα.

 Ένας αέρας νοσταλγίας με περιτριγύρισε, αλλά μετά από τόση ταλαιπωρία, δεν θα τα παρατούσα. Εξάλλου η πρόσληψη αυτή είχε έρθει την πιο κατάλληλη στιγμή. Πάνω που οι ελπίδες με αποχαιρετούσαν μια προς μια, από το πουθενά εμφανίστηκε αυτή η ευκαιρία. «Τις ευκαιρίες δεν τις αφήνουμε ποτέ απ’ τα χέρια μας» έλεγε μέχρι τα τελευταία του ο παππούς μου. «Αν τις αφήσεις να φύγουν, πώς θα ξέρεις αν θα μπορούσες να τα καταφέρεις και τι θα κέρδιζες από αυτές;». Κάπως έτσι έμαθα και εγώ να μην εγκαταλείπω και να πεισμώνω μέχρι να επιτύχω. Γιατί ξέρετε τι λένε εε; Όλα γίνονται για κάποιο λόγο…

Δες εδώ το “Ιστορίες μιας Αναπληρώτριας, Μέρος Δ’

Ιστορίες μιας Αναπληρώτριας, Μέρος Δ’