Έβρεχε καταρρακτωδώς και οι μαονί μπαλαρίνες διαμαρτύρονται σε κάθε βήμα της κυρίας Μελπωμένης, με παφλασμούς και τριξίματα. Η ομπρέλα δεν ισορροπεί στους χοντροκομμένους ώμους της και τα χέρια της δεν βοηθούν την κατάσταση γιατί είναι γεμάτα από τις οικολογικές σακούλες με αποτέλεσμα να προτιμάει να βρέχεται το κεφάλι της και όχι η πραμάτια που κουβαλάει.
Πάντως, δεν δείχνει να ανησυχεί για τις καιρικές συνθήκες. Στο μυαλό της έχει μόνο να προλάβει να βρεθεί εγκαίρως στον προορισμό της για να καταφέρει ο μοναχογιός της να απολαύσει ζεστά τα φαγητά που του ετοίμαζε ολημερίς. Από μικρό παιδί του το έλεγε πως για να πιάσει τόπο το φαΐ και να πάει στο σωστό μέρος της κοιλιάς, πρέπει να είναι ζεστό και να το τρώει κανείς καθιστός στην καρέκλα.
Από τότε που έφυγε από το πατρικό του σπίτι ο Ρούλης, – Αργύρης πλέον για τους ασθενείς, συνεργάτες και μαθητές του- εδώ και έξι χρόνια κάθε μέρα το ίδιο πρόγραμμα και το ίδιο δρομολόγιο για την κυρία Μελπομένη. Ξυπνάει από τα χαράματα για να ετοιμάσει τα ημερήσια γεύματα του κανακάρη της φροντίζοντας και την πιο απίθανη λεπτομέρεια. Μαζεύει τα ρούχα του από τα σχοινιά και τα σιδερώνει με ευλάβεια και τακτοποιεί σε στοίβα πρώτα τα παντελόνια προσέχοντας τα λεπτά υφάσματα να είναι στο ανώτερο ύψος της στοίβας, έπειτα τα πουλόβερ και τελευταία τα πουκάμισα τοποθετώντας από κάτω τα ανοιχτόχρωμα και τέλος τα σκούρα χρώματα μην τύχει και σκονιστούν. Κατόπιν τοποθετεί στην πάνινη σακούλα κατά σειρά μεγέθους τα παραγεμισμένα τάπερ και αφού έχει πάει πια μεσημέρι, ξεκινάει για το εργένικο σπίτι του γιου της.
Δεν του έλειπε τίποτα του Ρούλη της. Τί γλυκά,τί σπιτικές μαρμελάδες, τί μεζεκλίκια και λογιών φαγητά από διάφορες συνταγές παγκόσμιας κουζίνας που κατείχε στην συλλογή της. Γιατί να παντρευτεί; Τί του λείπει; Έχει τη μανούλα που φροντίζει για τα πάντα. Οι σημερινές γυναίκες είναι όλες τους παστρικές και γλωσσούδες. Με νύχι μυτερό και μακρύ πως να φροντίσουν άντρα και σπίτι; Ο νους τους είναι μόνο στα λούσα και το ξεπόρτισμα.
Άσε που με τη μουρμούρα τους αναγκάζουν τους άντρες να απαρνηθούν το αρσενικό τους αξίωμα και να μετατραπούν σε καλές νοικοκυρούλες.
Δεν ξενιτεύτηκε η Μελπομένη στο εξωτερικό για οχτώ χρόνια, να τον σπουδάσει κοτζάμ επιστήμονα για να τον δει με χρωματιστή ποδιά και κουτάλα στο χέρι.
Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό αιφνιδιάστηκε από το πρόσταγμα του αστυνομικού να σταματήσει για έλεγχο.
– Καλησπέρα σας κυρία μου, θα μπορούσα να δω την ταυτότητά σας και το μήνυμα εξόδου σας;
-Βεβαίως κυρ’ αστυνόμε. Μισό λεπτό να αφήσω τις σακούλες κάτω από το υπόστεγο γιατί θα βραχούν τα ρούχα του παιδιού.
Ορίστε η ταυτότητα, ορίστε και το μήνυμα στο κινητό. Ο γιος μου μου έμαθε να το χειρίζομαι.
– Μάλιστα. Το μήνυμα εδώ στο κινητό αναφέρει τον κωδικό 4. Βγήκατε να βοηθήσετε κάποιο ανήμπορο άτομο;
-Ναι. Δεν είναι βοήθεια να πάω στου γιου μου το σπίτι και να φροντίσω να έχει το τραπέζι του ένα ζεστό πιάτο φαγητό; Δεν είναι βοήθεια το ότι θα συμμαζέψω, θα σκουπίσω, θα ξεσκονίσω και θα σφουγγαρίσω τον χώρο ενός επιστήμονα που έχει αφιερωθεί εξ’ ολοκλήρου στην δουλειά του; Δεν λέγεται βοήθεια το γεγονός ότι πρέπει να του παρέχω καθαρά, σιδερωμένα και μυρωδάτα ρούχα; Δεν καλείται βοήθεια μια μάνα να φροντίζει το παιδί της να έχει μια εύκολη καθημερινότητα;
-Κυρία μου νομίζω πως έχετε μπερδέψει το νόημα του κωδικού 4 “Κίνηση για παροχή βοήθειας”…
-Αχ! κυρ’ αστυνόμε, καλά τα λες αλλά πρέπει να γυρίσω ξανά πίσω. Ξέχασα να πάρω μαζί μου τη μπλε ζακέτα του Ρούλη μου. Την έπλεξε η γιαγιά του και σπάνια την αποχωρίζεται.