Λαχανοντολμάδες για σένα!

Η Λένα έβαλε το λάχανο στο βραστό νερό. Θα έφτιαχνε λαχανοντολμάδες στον Κωνσταντίνο μιας και ήταν το αγαπημένο του φαγητό. Τι έλεγε η μάνα της; Η αγάπη περνά πρώτα από το στομάχι. Ε, λοιπόν και εκείνη θα του έκανε το φαγητό που θα τον ευχαριστούσε.

Άρχισε να ετοιμάζει τη γέμιση. Ψιλοκόβε τα κρεμμύδια, τον άνηθο, το μαϊντανό και τα ανακάτευε με τον κιμά και το ρύζι. «Πραγματικά είμαι πολύ τυχερή που γνώρισα τον Κωνσταντίνο, σκεφτόταν. Πολιτικός μηχανικός με πατέρα γιατρό και μάνα οδοντίατρο, με σπίτι στην Εκάλη, απόφοιτο της Λεοντίου, με τα αγγλικά του και τα γερμανικά του. Μια ζωή στρωμένη!»

«Όχι σαν τον άλλο, τον γύφτο» που έλεγε η μάνα της».

«Δεν είναι γύφτος, γιατί τον λες έτσι;», τσιρίζει τότε η Λένα. «Μα δεν τον βλέπεις, πώς τριγυρνά με αυτά τα παλιόρουχα;» αντιγύριζε η μάνα της. «Από το μηχανουργείο έρχεται ο άνθρωπος, πώς θες να είναι ντυμένος!»

«Άκουσε παιδί μου», της έλεγε εκείνη χαμηλώνοντας την φωνή της. «Ξέρεις πολύ καλά πως το μόνο προσόν σου είναι η ομορφιά σου. Μη το σπαταλάς λοιπόν για κάποιον που δεν έχει στο ήλιο μοίρα! Βρες ένα καλό παιδί». «Και αυτός καλός είναι», μουρμούριζε η Λένα. «Καλός αλλά ξεβράκωτος! Βρες ένα παιδί που κοντά του θα ζήσεις χωρίς σκοτούρες, όχι για το μεροδούλι, μεροφάι! Πόσο νομίζεις κρατάει ο έρωτας; Έξι μήνες; Ένα χρόνο; Τρία χρόνια το πολύ! Μετά τι θα γίνει; Τα υπόλοιπα χρόνια θα τα περάσεις στην μιζέρια».

Με το πες και πες η Λένα άρχισε να σκέφτεται σοβαρά το μέλλον της. Η τύχη το ‘φερε και πάνω στον μήνα γνώρισε τον Κωνσταντίνο. Πότε αρραβωνιάστηκε ούτε που το κατάλαβε! Και οι δικοί του, μπορεί να μην τη δέχτηκαν με μεγάλη θέρμη, ήταν όμως πάντα ευγενικοί μαζί της. Με επιδεξιότητα τύλιξε τους ντολμάδες. Έβαλε ένα πιάτο από πάνω για να μην σκορπίσουν, σύμφωνα με της οδηγίες της μάνας της. Σε λίγο θα ήταν έτοιμοι και θα μπορούσε να τους αυγοκόψει.

Άκουσε το κουδούνι να χτυπά. Αυτός ήταν. Την φίλησε πεταχτά στα χείλια. «Έφερα προφιτερόλ από το Μελόζα», είπε θριαμβευτικά. «Αχ τι καλά!» απάντησε εκείνη. «Πάλι με μπίτερ σοκολάτα πήρε  ο αφιλότιμος! Μα είναι θεόπικρη», σκέφτηκε από μέσα της. «Μα τί βρωμάει;» ρώτησε ο Κωνσταντίνος. «Σου έκανα λαχανοντολμάδες που σου αρέσουν», είπε η Λένα. «Λαχανοντολμάδες; Πώς σου ήρθε; Τους σιχαίνομαι», είπε εκείνος. Η Λένα τον κύτταζε απορημένη. Τότε θυμήθηκε! Λαχανοντολμάδες ήταν το αγαπημένο φαγητό του άλλου! «Καλά  μην κλαις! Δεν χάλασε δα και ο κόσμος για ένα παλιόφαγο», προσπαθούσε μάταια να την παρηγορήσει ο Κωνσταντίνος.