Μέρα Χριστουγέννων. Οι περισσότεροι μεταλαμβάνουν σώμα και αίμα Χριστού. Μια λαμπάδα ανάβει ίσα με τον ουρανό. Κατάλευκη η μέρα. Θυμίζει παράδεισος. Μέσα σε όλη αυτή την θαλπωρή, ένα κορίτσι στέκει παραέξω. Με τρύπιες τσέπες, ρούχα από κουρέλι πλησιάζει λίγο τα κεριά να ζεσταθεί. Έξω καταχνιά. Ο ήλιος λάμπει δειλά- δειλά. Η μικρή Ευγενία κοιτάει τους ανθρώπους που αναχωρούν βουρκωμένη. Κανένας δεν της ρίχνει το παραμικρό βλέφαρο. Περπατάει προς το ιερό. Γύρω γύρω στολισμένα με αλεξανδρινά. Εστιάζει στην εικόνα της γεννήσεως του Χριστού. Προσκυνάει ευλαβικά. Ακούει τη φωνή του ιερέα.
“Έι, χρόνια πολλά, μικρούλα!”
“Χρόνια πολλά! Θα ήθελα να κοινωνήσω.”
“Άργησες… Γιατί δεν σε έφεραν νωρίτερα οι δικοί σου;”
Τι να του έλεγε; Μόνη εδώ και χρόνια. Μεγαλωμένη στο ορφανοτροφείο. Η μόνη ενθύμησή της η εικόνα του νεογέννητου Χριστού στα χέρια της Παναγίας. Η μόνη απόδειξη…Φεύγει με σκυφτό το κεφάλι. Τα αμάξια τρέχουν σαν βολίδες. Την κορνάρουν επιδεικτικά. “Καλά… στραβάδι είσαι;”. Η μικρή Ευγενία οδεύει προς το ζαχαροπλαστείο της πλατείας. Ανώφελα εκλιπαρεί για λίγα μελομακάρονα. Φαίνεται πως θα του κοστίσουν ακριβά. Τριγύρω ψάλλουν τα κάλαντα χαρωπά. Θυμάται όταν ήταν μικρή που ερχόντουσαν διάφοροι φορείς να τους δώσουν λίγη χαρά. Τα είχε μάθει κι εκείνη απ’ έξω και ανακατωτά. Περιπλανιόταν μόνη και έρημη. Το κρύο γινόταν ολοένα και τσουχτερό. Δεν είχε πού να κλίνει τη κεφαλή της. Σε λίγο θα βράδιαζε. Η μόνη της σκέψη ήταν το παρεκκλήσι στη γωνία. Όταν έφθασε, μπήκε μέσα με περίσσεια προσοχή. Άναψε ένα κεράκι. Όλα μαζί φαινόντουσαν τόσο λαμπρά, αν και αντικαθρέφτιζαν τη μαζεμένη της όψη. Άπλωσε το κασκόλ της κάτω. Σκεπάστηκε ολόκληρη. Ξεκίνησε να λέει τα κάλαντα : “Χριστός γεννάται σήμερο εν Βηθλεέμ τη πόλει
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων…” κι έτσι γλυκά αποκοιμήθηκε. Στο ενδιάμεσο της νύχτας ακούστηκαν κάποια σβαρνίσματα. Αλαφιασμένη πετάχτηκε. Κουλουριάστηκε περισσότερο. Μια σκιά ξεπροβαλόταν κάτω από το φως των κεριών. Κοίταξε για τελευταία φορά την εικόνα του νεογέννητου Χριστού. Με το ζόρι κρατούσε ανοιχτά τα βλέφαρά της. Η ανάσα της κοφτή.
“Ωπ… Πού’ σαι εσύ;” ακούστηκε βαριά η ανάσα του. Πήγε η μικρή να φύγει. Την άρπαξε από το χέρι. Της έκλεισε το στόμα. Η ανάσα του μύριζε αλκοόλ. Της ψιθύρισε στο αυτί “Δε χρειάζεται να φοβάσαι… Δε θα καταλάβει κανείς τίποτα.” Δάκρυα έτρεχαν στο προσωπάκι της. Πάνω στην προσπάθειά της να δραπετεύσει, της έπεσε η εικόνα. “Αχ… τι αγνό κορμάκι είναι αυτό… λαχαριστό- λαχταριστό.” Τον χτυπούσε με τον αγκώνα της με όση δύναμη της είχε απομείνει. Μα μάταια. Σα νηστικό αγρίμι ξεφυσούσε πάνω της. Την έριξε κάτω και άνοιξε το φερμουάρ του. Ο ιδρώτας έλουσε το μικροσκοπικό κορμί της. Οι λυγμοί της πήγαν να βρουν διέξοδο στην εικόνα ριγμένη χάμω. Φάνηκε η φωτεινή όψη της Παναγίας σκοτεινιασμένη. Ανήμπορη να ξεφύγει, αφέθηκε λιπόθυμη στα χέρια του. Το πρωί της επομένης, βρέθηκε το σώμα της γυμνό τυλιγμένο μόνο με το κασκόλ. Ο πάτερ έτρεξε πανικόβλητος. Την σήκωσε στην αγκαλιά του. Την φίλεψε στο σπίτι του. Της έδωσε καινούρια ρούχα, ένα πιάτο φαγητό. Λέξη δεν έβγαλε από το στόμα της. “Φάε, καλή μου. Θα σου κάνει καλό” μα μάταιη η προσπάθεια. Κάλεσε και ψυχολόγο. Όσες φορές κι αν την επισκέφτηκε, δεν μπόρεσε να την βοηθήσει να εκστομίσει κάτι. Πλησίαζε η πρωτοχρονιά. Η μικρή Ευγενία δεν ήξερε αν έπρεπε να πάει εκκλησία. Όλα της θύμιζαν εκείνη την απαίσια νύχτα. Απροστάτευτη από γονείς, από την κοινωνία ολόκληρη. Όλη της η αθωότητα χαμένη. Κοίταξε τα σημάδια στο σώμα της. Μπήκε γρήγορα να τρίψει το κορμί της. Έσκιζε το δέρμα της μπας και με τον πόνο ξεχάσει την φρικαλέα εικόνα. Τυλίχτηκε με το μπουρνούζι. Πλησίασε το παράθυρο. Το φως εισχώρησε στη ψυχούλα της. Έκλεισε τα μάτια της από το τσούξιμο. Είχε καιρό να αντικρίσει τον ήλιο. Κάπου εκεί στην άκρη της εκκλησίας, κάτι φάνηκε να λάμπει. Οι περισσότεροι το προσπερνούσαν αδιάφοροι. “Μα καλά… Δεν το βλέπουν τόσο φωτεινό ωσάν τον ήλιο;” . Πάει γοργά να φορέσει το παλτό της. Πλησιάζει διστακτικά το σημείο. Τι να δει; Η εικόνα του νεογέννητου Χριστού πιο λαμπρή από ποτέ. Την φιλάει ευλαβικά. Δάκρυα έλουσαν τα καταγάλανα ματάκια της. Ο ουρανός άστραψε. Κάτι συνέβαινε μέσα της. Σήκωσε το βλέμμα της ψηλά. Μπήκε τρέχοντας στην εκκλησία. Ο πάτερ την κοιτούσε αποσβολωμένος.
“ Πάτερ, θέλω να κοινωνήσω.”
“Εννοείται, χρυσό μου. Μεταλαμβάνει η δούλη του Θεού…”
“Ευγενία” φώναξε με μεγάλη χαρά
Μια Ευγενία που δεν είχε να δώσει πολλά, μα έκανε χώρο στην καρδιά για υπέρβαση, ελπίδα και προσμονή για μια νέα αρχή.