Μαριονέτες

Η Ηρώ γυρίζει το κλειδί στην ξύλινη πόρτα του μαγαζιού της. Η ματιά της κάνει τις συνηθισμένες  πρωινές διαδρομές. Κάτω χαμηλά οι φάκελοι από λογαριασμούς και  διαφημιστικά. Παρά πάνω οι δαχτυλιές από πελάτες και αυτοκόλλητα, από πιστωτικές κάρτες και αφίσες. Σκαρφαλώνει η ματιά της πάνω ψηλά στην ταμπέλα, που δια χειρός Ηρούς ἐποιήθη. «Ηρωτεχνήματα» γράφει. Την καλλιτέχνησε πριν δεκαριά χρόνια, τότε που οι δουλειές πήγαιναν πρίμα. Πρίμα αρμένιζε και ο έρωτας στην καρδιά και στο κορμί της, με καπετάνιο τον τωρινό άντρα της.

«Ο άντρας μου… Χμ!  Ο άντρας… Απογοήτευση! Βαρεμάρα! Αδιαφορία! Τότε όμως ήταν αλλιώς!» Χαμογέλασε. «Τότε, στα ωραία μας, εγώ Καλοτεχνίτισσα πια, με το πτυχίο κι  αυτός, με το μαθηματικών. Και μετά μεταπτυχιακός κομπιουτερίστας. Πόσο τον θαύμαζα…! Αλλά και πόσο αλλάξαμε από τότε!.. Αυτός, πνίγηκε στους αλγορίθμους του με το εμπόριο και τα ιδιαίτερα μαθήματα κι εγώ, εγώ μετακινούσα τοίχους καλλιτεχνικούς ανάμεσά μας. Τους ζωγράφιζα με τα δικά μου όνειρα, κρεμούσα τα χειροποιήματά μου ξεχασμένη μέσα σε  ατέλειωτες ώρες έξαρσης. Άλλωστε, το μαγαζί είναι αδηφάγο. Θέλει συνέχεια «Ηρωποιήματα»  Εγώ φταίω;»

Ήδη κλείνει πίσω της την πόρτα. Έχει μπει στο μαγαζί και η ματιά της περιφέρεται σε ράφια και κρεμάστρες, σε χρώματα, σε υφάσματα, σε μοτίβα πάνω σε  χαρτί, πηλό, γυαλί… όλα δημιουργίες της. Μια τούφα από τα μαλλιά της πέφτει μπροστά στα μάτια της. Κόβει το σερί της σκέψης της. Την παραμερίζει με εκνευρισμό. «Τα μαλλιά μου έχουν το χάλι τους. Πέρασε μήνας για το  κομμωτήριο…  Ξέχασα κιόλας τον καθιερωμένο καφέ μου, έξω με την  παρέα μου. Πόσο θέλω ένα τροχάδι δίπλα στη θάλασσα… Ή να χωθώ σε μια πολυθρόνα του σινεμά, κάτω από τη νυχτιά. Πώς γίναμε έτσι; Αυτός με τα δικά του. Μου λέει. Κι εγώ, με τα δικά μου. Του λέω. Αχτένιστα όλα. Σαν τα μαλλιά μου. Και η δουλειά σπασμένη. Και τα παιδιά; Πού βάζουμε τα παιδιά; Η μικρή μας μεγάλωσε. Γκομενιαρίζει ανάμεσα στα φροντιστήρια και στ’ αγγλικά της. Και ο μικρός μου, προσπαθεί να βγει από το κουκούλι της αθωότητάς του μόνος του. Ακόμα δεν ψυλλιάζεται πως σε λίγο θ’ ανταμώσει με την εφηβεία του. Αλλά ποιος να του μιλήσει; Ο πατέρας του; Τι κάνει; Και η μάνα του, τι κάνει; Εσένα ρωτώ. Εγώ, η μάνα Ηρώ, τι κάνει;»

Λευτερώνει απ’ το καρφί μια μαριονέτα. Πάνινη και αγαπημένη της. Εννιά μέρες την προετοίμαζε. Σκόρπια γύρω της κομμάτια από σκέψεις και υλικά. Στο τέλος,   ζωγράφισε το πρόσωπό της. Βγήκε μια περίεργη έκφραση χαρμολύπης. Τα ρούχα πολύ πετυχημένα, ραμμένα στο χέρι.   «Εσένα ρωτώ. Εγώ τι κάνω;» Η ματιά της κούκλας την καρφώνει με ένα «τίποτα» Πιέζει με δύναμη τον υαλοβάμβακα της κοιλιάς της. Εκεί βρίσκει εκτόνωση. «Κατάλαβα! Ψυχρή, αδιάφορη, βουβή. Είστε και οι δυο αβάσταχτοι. Μοιάζετε!»

Πετά τη μαριονέτα στο γραφείο και ανοίγει τον υπολογιστή. Γεμίζει η οθόνη από  τη μαριονέτα. Ανατριχιάζει μπροστά στις δυο ίδιες μαριονέτες!  Μπαίνει στο διαδίκτυο. Στο πρώτο όνομα που προβάλει… «Ορέστης Καλημέρης – Μουσικός», κάνει λαϊκ.  Στέλνει αίτημα φιλίας.  «Όχι. Δεν θα το ρίξω στο αλκοόλ της παρηγοριάς. Θέλω μονάχα ν’ ακούω μια αληθινή –καλημέρα– κι εγώ, η μαριονέτα!»