Τα αποτελέσματα θα βγουν σε καμία ώρα, είπε η νοσοκόμα. Μπορείτε να περιμένετε εδώ ή να πάτε μια βόλτα και ξαναέρχεστε. Ο Μιχάλης βγήκε από το εργαστήριο παραζαλισμένος. Σε μια ώρα θα ήξερε τι επιφύλασσε το μέλλον για τον Λεωνίδα. Αισθανόταν τελείως διαλυμένος. Αν πεθάνει ο Λεωνίδας, ούτε εγώ έχω καμία ελπίδα, σκέφτηκε. Κάθισε βαριά σε ένα παγκάκι, ώσπου το βλέμμα του έπεσε σε ένα παρεκκλήσι παραδίπλα. Ένας μυώδης άνδρας με μια μπατανόβουρτσα το άσπριζε προσεχτικά εξωτερικά. Πλησιάζει το Πάσχα γι’ αυτό ,σκέφτηκε ο Μιχάλης. Σηκώθηκε και στάθηκε αμήχανα μπροστά στην είσοδο του. Πόσα χρόνια είχε άραγε να προσευχηθεί; Πότε ήταν η τελευταία φορά που προσευχήθηκε;
Όταν τους εγκατέλειψε ο πατέρας του στα δώδεκα του η λίγο αργότερα, όταν η μάνα του ακολούθησε τον καινούργιο γκόμενο στην επαρχία αφήνοντας τον στην γιαγιά του, μια μισότρελη θεούσα γριά. Όπως και να ‘χει οι προσευχές του να γυρίσουν πίσω οι γονείς του δεν εισακούστηκαν και ο Μιχάλης από τότε δεν ξαναπροσευχήθηκε.
Άλλωστε, στα δεκαεπτά του μόλις, έβγαλε ναυτικό φυλλάδιο και μπάρκαρε. Ξένοι τόποι, περιστασιακές παρέες μέσα στο καράβι, εφήμεροι έρωτες στα καταγώγια των λιμανιών, αυτή ήταν η ζωή του. Ώσπου έπαθε ένα ατύχημα και συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα. Βρέθηκε στην πρωτεύουσα μόνος.
Δεν είχε τίποτε καλύτερο να περιμένει. Κι όμως, κάποια στιγμή, τελείως απρόσμενα, μπήκε στην ζωή του ο Λεωνίδας, και από τότε άρχισε και αυτή να αποκτά χρώματα. Τώρα με την καρδιά του να χτυπά δυνατά από την αγωνία για τα αποτελέσματα της βιοψίας, βρίσκεται μπροστά από το μικρό εκκλησάκι. Πως το έλεγε εκείνο το παλιό τσιτάτο που είχε διαβάσει κάποτε; «Κομμουνιστής μέχρι να πλουτίσεις και άθεος μέχρι να αισθανθείς ότι πέφτει το αεροπλάνο!». Και αυτός έτσι αισθανόταν, ότι ίσως πολύ γρήγορα το αεροπλάνο της ζωής του θα έπεφτε.
Μπήκε στο εκκλησάκι με κατεβασμένο το κεφάλι σαν να ντρεπόταν.
Με χέρια που μισότρεμαν άναψε ένα κερί. «Θεέ μου, αν υπάρχεις, μη μου τον πάρεις! Είναι ότι έχω και δεν έχω», προσευχήθηκε με θέρμη. Περίεργο, οι σκέψεις του και η καρδιά του γαλήνεψαν λιγουλάκι.
Σε λίγο βρέθηκε ξανά μπροστά στην συμπαθητική νοσοκόμα! Εκείνη τον κύτταξε σχεδόν συνωμοτικά, και του έκλεισε το μάτι! «Μην στενοχωριέστε. Ο σκυλάκος σας θα ζήσει»!
Ο Μιχάλης αυθόρμητα την αγκάλιασε και την φίλησε! Γρήγορα τραβήχτηκε και της είπε, «με συγχωρείται». «Δεν πειράζει καταλαβαίνω απόλυτα την χαρά σας» είπε εκείνη και ο Μιχάλης επιτέλους πρόσεξε τα μάτια της, δυο καταγάλανα χαμογελαστά μάτια, ίδια με τη θάλασσα όταν έχει μπουνάτσα! Βγήκε από το εργαστήριο νιώθοντας μέσα του μια πρωτόγνωρη χαρά!
Πόσο όμορφη του φαινόταν η πόλη κάτω από τον ανοιξιάτικο, ηλιόλουστο ουρανό!