Ξύπνησε ανόρεχτος από ένα ιδρωμένο όνειρο, από ένα όνειρο σαν εκείνα που δεν είσαι ποτέ σίγουρος αν είναι καλά ή κακά, όμορφα ή άσχημα, επιζήμια για τη ζωή σου εξ’ αιτίας κάποιας υποσυνείδητης συνθήκης ή αβλαβή και άσχετα επειδή απλά κάτι βαρύ έπεσε στο στομάχι σου το προηγούμενο βράδυ. Μου έχει συμβεί αρκετές φορές να τρώω κάτι βαρύ που να μου κάθεται στο στομάχι, εξάλλου χρόνια με ταλαιπωρεί το στομάχι μου κάνοντάς με να καταλήξω στο συμπέρασμα πως κάτι τέτοιο είναι απόρροια κάποιας δυσκολοχώνευτης κατάστασης αντί κάποιου δυσκολοχώνευτου φαγητού. Ο δεύτερος εγκέφαλος όπως λένε οι ειδικοί. Και πάντα εμμένω στην ίδια απορία του πώς γίνεται αντί να βαραίνει η ψυχή να βαραίνει το στομάχι… «Η ύλη, χαζούλα», λέω στον εαυτό μου και πείθομαι πως το στομάχι είναι η ύλη της ψυχής. Δηλαδή αν η ψυχή σχετίζεται με την αφηρημένη έννοια του αύλου, το στομάχι ενσαρκώνει ίσως αυτή την έννοια σε ύλη.
Όπως και να έχει ο άνθρωπος ξύπνησε ανόρεχτος εκείνη την Κυριακή. Όνειρο δεν θυμόταν βέβαια, μόνο ο ιδρώτας σε παλάμες και λαιμό έδινε την αίσθηση της περισσότερης από άλλες νύχτες κινητικότητας. Τελευταία ένιωθε εκείνη την συγκεκριμένη και καθόλου ρευστή αντίφαση της αδρανοποιημένης δραστηριοποίησης. Αυτό λίγο – πολύ του έδινε τη δυνατότητα της δράσης στην ασφάλεια της αδράνειας. Είχε κάνει τα πάντα μέσα στο μυαλό του, βυθισμένος στην πολυθρόνα. Το μαλακό μαξιλάρι της πολυθρόνας μαλάκωνε και τις σκέψεις του.
Καθισμένος εκεί είχε τακτοποιήσει ολόκληρη τη ζωή του. Τις πληρωμές των λογαριασμών με κολλαριστά χαρτονομίσματα που είχε βρει τυχαία στον πάγκο της κουζίνας, τις ντουλάπες που καιρό είχε να ασχοληθεί μαζί τους, τις γεμάτες βιβλιοθήκες, όλες τις γραφειοκρατικές ασυναρτησίες που ταλάνιζαν τα βράδια του και σαφώς τους ανθρώπους που ενώ ως τώρα είχαν μείνει ξεκρέμαστοι στην σκέψη του, είχαν αρχίσει να μπαίνουν σε μια σειρά και να τακτοποιούνται και αυτοί, έτσι μαγικά.
Ο άνθρωπος κράτησε την άκρη της κλωστής από ένα κατακόκκινο κουβάρι που ήλπιζε πως μια μέρα θα έπλεκε σε μια ζεστή ζακέτα ή κασκόλ ή πουλόβερ. Δεν είχε αποφασίσει. Τύλιγε την κλωστή στο δάχτυλό του δημιουργώντας κόμπους που δύσκολο ήταν να λύσει όσο κι αν προσπαθούσε με την σκέψη του. Ενώ όλα είχαν τακτοποιηθεί απόλυτα, ο προβληματισμός του κουβαριού τον ενοχλούσε υπερβολικά, ξεβολεύοντάς τον από τη ραστώνη της περισυλλογής.
Καθώς οι στροφές γύρω από το δάχτυλο άρχισαν να γίνονται σχεδόν πνιγηρές κι άλλες άκρες άρχισαν να ξεπηδούν από το κουβάρι αποπροσανατολίζοντας τους συνεχείς κύκλους γύρω από το δάχτυλο. Άκρες οι οποίες συνδέονταν με ένα περίεργο τρόπο καθ’ όλο το μήκος του κουβαριού, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν καμία σύνδεση όμως. Περιτυλίξεις ανάρμοστες μιας ξεφτισμένης κόκκινης κλωστής, πάνω στο κιτρινισμένο από το τσιγάρο δάχτυλό.
Κάποιος ειδικός ίσως θα έλεγε εδώ πως η προβολή του δεύτερου εγκεφάλου ταιριάζει απόλυτα με το κόκκινο κουβάρι με τις πολλές άκρες. Εκείνος βρήκε μία, την πιο κοντινή του ή την πιο προφανή και πορεύτηκε μαζί της πάνω στο μαλακό μαξιλάρι της πολυθρόνας.
Δίσταζε. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Ίσως κι εγώ στη θέση του το ίδιο θα έκανα ή ίσως και να το κάνω από την ασφάλεια του χαρτιού και των λέξεων. Κρατώ ένα κουβάρι, πιάνω μια, οποιαδήποτε αρχή και ξεκινώ, ξεχνώντας ολότελα όλες τις άλλες πιθανές άκρες.
Ο άνθρωπος σηκώθηκε με την ίδια βαριά διάθεση, αποφεύγοντας να πλησιάσει κάθε τι που έμοιαζε με καθρέφτη ή παράθυρο. Κάθε υποψία φωτός του έδινε στα νεύρα γιατί ένιωθε χρέος του όταν έβλεπε φως να ξεβολέψει τον εαυτό του από το σκοτάδι.
Ο απότομος ήχος των πετάλων που έπεφταν βροχή απ’ έξω τον έκανε να αλλάξει πορεία. Η πόρτα της κουζίνας που πριν δεν ήταν εκεί αλλά λίγο πιο δίπλα ήταν κλειστή όπως το περίμενε. Δεν ήταν δα και σε όνειρο για να ανοίγουν οι πόρτες έτσι από μόνες τους, ούτε σε κάποιο αφήγημα με εντολέα αφηγητή ή συγγραφέα. Οπότε αποφάσισε να ανοίξει μόνος του την πόρτα της κουζίνας που οδηγούσε στο σκεπαστό αυλιτσάκι και από εκεί στο στενό δρομάκι της γειτονιάς.
Έπιασε το πόμολο που έμοιαζε εντελώς με πόμολο και ένιωσε ακριβώς την ίδια αίσθηση όπως και κάθε φορά που άγγιζε πόμολο στο παρελθόν. Πίσω από την πόρτα είδε την αυλή όπως πάντα έβλεπε την αυλή. Άλλες φορές μίζερη, άλλες φορές χαρωπή κι άλλες φορές αδιάφορη. Αυτήν τη φορά την είδε αδιάφορη σαν το συναίσθημα του κενού, της απόλυτης πράξης μέσα στην απραξία.
Προχώρησε τέσσερα με πέντε βήματα καθώς το άρωμα από τα τριαντάφυλλα είχε χωθεί βαθύτερα στα ρουθούνια του από άλλες φορές. Η ξεχαρβαλωμένη περίφραση στη θέση της, τα στοιβαγμένα ξύλα εκεί, οι γλάστρες με τα ψωρόφυτα κανονικά, σχεδόν ξεραμένα ακριβώς όπου τα είχε αφήσει, το λάστιχο τρύπιο πιο δίπλα και το τραπεζάκι με τις καρέκλες φρεσκοβαμμένα και κατακάθαρα κάτω από την αγριοσυκιά που έκανε σύκα όποτε της άρεσε.
Μόλις πάτησε τη μύτη του ποδιού του στον δρόμο όμως όλα ήταν εντελώς διαφορετικά.
Ώ! Τι έκπληξη, τι ανατροπή! Ο δρόμος γεμάτος με πέταλα από χιλιάδες τριαντάφυλλα και μια καταιγίδα όμοια με αυτές στα νησιά των ανέμων να πλημυρίζει τον τόπο τριαντάφυλλα. Χιλιάδες πέταλα και μπουμπούκια να στολίζουν ουρανό και γη και δρόμο και τσιμέντο και λογική.
Έπιανε με τα χέρια του αγκαλιές τα πέταλα και τα πετούσε στον αέρα. Οι γείτονες το ίδιο. Όλοι σαστισμένοι και καθόλου σαστισμένοι ταυτόχρονα σαν να επρόκειτο για το πιο φυσιολογικό φυσικό φαινόμενο. Ένα χιόνι ίσως θα έμοιαζε περισσότερο περίεργο εκείνη την ώρα κι ας ήταν αρχές χειμώνα, τέλη φθινοπώρου.
Η βροχή από τριαντάφυλλα τον έκανε να νιώσει ένα συναίσθημα που δεν ήξερε πως υπάρχει, ίσως μου είναι δύσκολο ακόμα και να το γράψω όπως μου το μετέφερε καθώς δεν έχει εφευρεθεί λέξη για κάποιο από εκείνα τα συναισθήματα που νομίζουμε πως δεν υπάρχουν, ήταν πάντως με λίγα λόγια μια κινητικότητα σε μια αδράνεια και ακριβώς το αντίθετο, η αδράνεια δηλαδή στην κινητικότητα απλά αρωματισμένη και κόκκινη.
Το πονεμένο του στομάχι, το κουβάρι με τις χιλιάδες άκρες, το μαλακό μαξιλάρι της πολυθρόνας και όλα όσα είχε τακτοποιήσει πριν, ακόμη και ο εαυτό τους δεν είχαν καμία μα καμία σημασία πια. Ζούσε κάτι το αδύνατο, το ακατόρθωτο, μια εμπειρία που όμοια δεν υπήρχε και δεν θα υπάρξει πουθενά.
«Α Ρε Έλιοτ πόσο λάθος έκανες μάγκα μου»! Αναφώνησε ειρωνικά. Κι αφού ο ίδιος δεν είχε φυτέψει ούτε μισή τριανταφυλλιά κατά το ρητό της συγγραφέως, ωστόσο είχε γευτεί αυτήν την περίεργη ροδοκαταιγίδα. Μένοντας απλά να τακτοποιεί στα κατάστιχα του μυαλού του υποθέσεις, δίνοντας υποθετικά αποτελέσματα και τραβώντας υποθετικές άκρες. Ήταν φανερό, η λογοτεχνία θα προσκυνούσε μπροστά του. Μπροστά στην εμπειρία του και στον φοβερό τρόπο που η ζωή του έδωσε ώστε να την πει στη συγγραφέα.
Επέστρεψε στο σπίτι αφού είχε γεμίσει την αυτοσχέδια πάνινη σακούλα που είχε δημιουργήσει με το κόκκινο πουλόβερ που φορούσε, ροδοπέταλα. Κάθισε στην πολυθρόνα ψάχνοντας με το βλέμμα του το ανύπαρκτο κουβάρι κλωστής. Η ενόχληση στο στομάχι άφαντη κι αυτή, τόσο άφαντη σε σημείο που αγχώθηκε μήπως δεν έχει πια ψυχή και μήπως τίποτε από εδώ και πέρα δεν του κάτσει ξανά στο στομάχι, σημάδι πως θα γινόταν ένας άνιωθος άνθρωπος όπως χρόνια ευχόταν.
Ανασκουμπώθηκε.
Αποφάσισε τελικά να πάρει το ρίσκο και να ανοίξει το παράθυρο. Το έκανε. Στο καθρέφτισμα του παραθύρου τον είδε ολοκάθαρα να γελάει μέσα από τα βικτωριανά της φουστάνια. Μια Αγγλίδα με το όνομα Μάριαν του είπε. «Άνθρωπε μόλις ξυπνήσεις για τα καλά θα καταλάβεις πως σαφώς και είχα δίκαιο. Αν δεν φυτέψεις τριανταφυλλιές δεν θα δεις ποτέ ροδοκαταιγίδα κι αυτό στο λέω εγώ που για χρόνια προσποιούμουν κάποιον άλλον».
Εσύ ποιος προσποιείσαι πως είσαι; Σκέφτηκε.
Ο δεύτερο εγκέφαλος κινήθηκε μέσα στον πρώτο και κάπου εκεί ο άνθρωπος μπέρδεψε σειρά και προτεραιότητα. Αναλογίστηκε τα όσα ως σήμερα είχε κάνει. Το έκανα κι εγώ, μόλις. Όλα έπαψαν πια να έχουν την σημασία που είχαν πριν. Κι ας ήταν ένα ιδρωμένο όνειρο, η εμπειρία τον έκανε να συνειδητοποιήσει μια για πάντα πως υπάρχει και μια μέρα θα το ζήσει για δεύτερη φορά. Ξύπνιος. Και ολόκληρος.
Εσύ ποιος προσποιείσαι πως είσαι;