Ο κρεμασμένος

Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γη κρεμάσας. Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των αγγέλων βασιλεύς. Και σήμερον Πέμπτη απλή, κρεμάται επί αγχόνης ο Σάκης, βαπτισμένος Αθανάσιος, εκ καταθλίψεως περιτίθεται, δεν ηδύνατο να βαστάξει απορρίψεις φύσεως επαγγελματικής και προσωπικής. Εγεννήθη εν Αθήναι το ογδόντα τρία, έζησε εν Φλωρίνη έτη πολλά και διετέλεσε μουσικός του δρόμου στο πάντρεμα των οδών Μεγάλου Αλεξάνδρου και Παύλου Μελά. Για λόγους βιοποριστικούς ήτο και μπουφετζής σε μπαρ δημοφιλές στις όχθες του ποταμού Σακουλέβα. Ήτο άνθρωπος περίεργος, δύστροπος κι αράθυμος στα σύνορα του αυτοκαταστροφικού, ως κι απεδήχθη από την αυλαία του σε μουσική ασυμφωνία.

Γυμνός έστεκε την προηγουμένη αναζητώντας το είδωλό του στην τζαμαρία ενός μαγαζιού στην Καλλέργη. Νιφάδες στερέωναν στα μαλλιά και στις τρίχες του προσώπου και του στήθους του. Τα χέρια γροθιές σφιγμένες από οργή και θλίψη. Πεζοί έχασκαν κοιτάζοντάς τον, οχήματα σταματούσαν και οδηγοί τον απαθανάτιζαν με το κινητό τους. Ο Σάκης αγέρωχος, μεταμορφωνόταν σε χιονάνθρωπο, το σώμα σαν άγαλμα, στην όψη του αστράφτουνε τα φλας, μα αυτός περήφανος, τον έβλεπα κι εγώ και ναι, φοβήθηκα, τα πόδια μου άρχισαν να τρέχουν δίχως να με ρωτήσουν, ένιωσα κι εγώ, μια ψυχή δαιμονική, άρρωστη κι απόκοσμη, κάτι που μετατρέπεται σε κτήνος. Έτρεχα, θυμάμαι έτρεχα, έκλεισα τα μάτια κι έτρεχα, πιο σύντομη δείχνει η απόσταση έτσι. Κι όταν τα μάτια άνοιξα, στον καθρέφτη του μπάνιου, είμαι εγώ, είμαι γυμνός. Τα σγουρά μου μαλλιά νοτισμένα και ίσια, το δέρμα μου κόκκινο με κατά τόπους μελανιές, Θεέ μου, το χρώμα των ματιών μου δεν υπάρχει στη γήινη παλέτα, Θεέ μου, το βλέμμα του ειδώλου μου δεν είναι όμοιο με το δικό μου, εγώ κλαίω, σπαράζω κι αυτό χαμογελάει και τρίβει τα χέρια του. Αυτό εκεί δεν είμαι εγώ, το είδωλο το αποποιούμαι, το αποκληρώνω, δεν το αναγνωρίζω και δεν θέλω να το ξέρω. Τα χείλη του κουνιούνται, ψίθυροι λένε αυτό που Εκείνη του είπε κάποτε «είμαι καλύτερα μόνη, τώρα ζω για μένα Σάκη κι όχι για σένα».

Αυτοσχέδια η θηλιά, η ζώνη που Εκείνη του αγόρασε για δώρο πέρυσι επειδή έχασε κιλά και δεν του έκανε το παντελόνι που του πήρε στα γενέθλιά του. Περασμένη από τον λαιμό του κι από το καλώδιο του πολυέλαιου. Το σκήνωμα κρέμεται, μελανιασμένο κι ωχρό, με τα μάτια ορθάνοιχτα και ξεραμένο αίμα στην άκρη των χειλιών, με μόνο ρούχο τη ζώνη που φοράει στον λαιμό, κουνιέται σαν εκκρεμές δεξιά κι αριστερά. Ο καθρέφτης απέναντί του θρύψαλα, δείχνει πια μόνο παραμορφωμένα είδωλα. Δύο αράδες στον τοίχο, γράμματα κεφαλαία και κόκκινα, «Ήμουν άρρωστος» διαβάζει Εκείνη, «Φεύγω για να μη σου κάνω κακό». Ένα άλλο σημείωμα, πεταμένο σε μια γλάστρα στο περβάζι, με γράμματα τυπωμένα σε Arial καταλήγει με τις λέξεις «για τους λόγους αυτούς κατάσχεται».

Σενιαρισμένοι και χαμογελαστοί, λαϊκοί και σημαντικοί, μικροί μεγάλοι, άπαντες με μια λαμπάδα ανά χείρας, μαζεμένοι στο προαύλιο μιας εκκλησίας. Όλοι είναι εκεί, μονάχα οι αντίχριστοι στο σπίτι κι ο κρεμασμένος. Όλοι εκεί, κι εγώ εκεί, φοράω ό,τι πιο ακριβό βρήκα στην γκαρνταρόμπα μου, αναμένουμε τους δείκτες του ρολογιού να συναντηθούν στο δώδεκα κι όταν ο πιο ταχύς εξ αυτών τους προσπεράσει, πανηγυρίζουμε, Χριστός ανέστη τραγουδούμε, σταυροκοπιόμαστε κι αγκαλιαζόμαστε, Χριστός ανέστη εκ νεκρών ψέλνουν τα μεγάφωνα, θανάτω θάνατον πατήσας. Κι ο κρεμασμένος στον δεύτερο όροφο της οδού Αρριανού 43 όμοιος με πυξίδα που δείχνει μόνο νότια. Αληθώς ανέστη, λοιπόν. Αληθώς ο Κύριος.

Σαν αερικό περνάει Εκείνη μέσα από τους τοίχους και κοιτάζει τον Σάκη, τα πόδια τους δεν πατούν στο σανίδι. Φοράει μαύρα, χαμογελαστή, με τα ακροδάχτυλα του κατεβάζει τα βλέφαρα. Ακούγονται συσκευασίες που ανοίγουν, κάποιοι μασουλούν ποπ κορν, το ανθρακικό δραπετεύει από τα κουτάκια των αναψυκτικών. Πενήντα ζευγάρια βλέμματα χαζεύουν τον κρεμασμένο και το αερικό, αναψοκοκκινισμένοι και με την αδρεναλίνη στα ύψη, μερικοί έχουν βάλει το χέρι μπροστά στα μάτια και παρακολουθούν μέσα από τις χαραμάδες των δαχτύλων. Ήμουν εκεί κι εγώ και θυμάμαι όλους να τσιρίζουν και να πετούν τα ποπ κορν στον αέρα όταν Εκείνη ξέφυγε από το πανί κι έπαιξε τρισδιάστατη, σαν να μετατράπηκε η ταινία σε θεατρικό, νόμιζε κανείς πως στη μεγάλη οθόνη ο κρεμασμένος της έκλεβε τη δόξα και τώρα ενώπιον μας προκαλούσε τρόμο αληθινό σε όλους μας, χάσαμε τη βολική δικαιολογία πως ό,τι συμβαίνει στις ταινίες είναι ψεύτικο, να που τώρα είναι αληθινό. Κι εγώ να κοιτάζω αποσβολωμένος, έως ότου η Μαίρη εμφανιστεί στο οπτικό μου πεδίο, με τα γαλαζοπράσινα μάτια της δακρυσμένα, με τις φλέβες στον λαιμό σε πλήρη ταλάντωση, να μου λέει «Σάκη τι κάθεσαι και κάνεις, τρέξε, δεν ακούς; ΤΡΕΞΕ!».

Σαν στοιχειό, τα πόδια της δεν πατούν στο σανίδι. Ντυμένη νύφη αιωρείται και κινείται προς τον κρεμασμένο. Έχει φακίδες στη μύτη και στα ζυγωματικά. Το λευκό πέπλο που φοράει κρύβουν τα ξανθά μαλλιά της. Χαϊδεύει το παγωμένο του πρόσωπο και τα χείλη της αναζητούν το στόμα του. Το αίμα αρχίζει να ρέει στις φλέβες του. Τα βλέφαρά του ανοίγουν αργά. Το λεπτό της χέρι λύνει το κούμπωμα της ζώνης. Πέφτουν κάτω, μαζί σε ελεύθερη πτώση, λες κι ενεργοποιήθηκε η βαρύτητα στα ξαφνικά. Αγκαλιασμένοι στο πάτωμα, σε εμβρυακή στάση και οι δύο, ο ένας πίσω από τον άλλον. Ξαναγεννιούνται, ξαναρχίζουν από την αρχή.

«Άργησες», της λέω. Χαμογελά. Ένα δάκρυ ξεφεύγει από τα μάτια της, μα δεν παύει να χαμογελά. Με την ανάστροφη της παλάμης της σκουπίζει τα μάτια της που έχουν αρχίσει να κοκκινίζουν. Με φιλάει στο στόμα. Η γλώσσα της αναζητεί τη δική μου. Το χέρι μου περνάει κάτω από την μπλούζα της. Της χαϊδεύω την πλάτη, το δέρμα της απαλό σαν μωρού. Η αίσθηση ίδια, όπως κι εκείνη την πρώτη φορά. Σαν να μην πέρασε μια μέρα κι ας έχουν περάσει τόσες. Η φωνή της με βγάζει από τις σκέψεις μου. «Μωρό μου, Χριστός ανέστη» την ακούω να μου λέει.