Πρωταπριλιά σήμερα. «Ποιος ξέρει τι θα ακούσω πάλι», σκέφτομαι, καθώς περιμένω τα μικρά μου νηπιάκια να συνδεθούν στην ηλεκτρονική μας τάξη.
14:10, όλοι παρόντες. Τα χαμογελαστά προσωπάκια με χαιρετούν με μια φωνή, τόσο εγκάρδια λες και έχουμε να ιδωθούμε αιώνες. Δεν χάνουν λεπτό. «Κυρία, από αύριο δεν θα μπαίνω για μάθημα γιατί βαριέμαι» λέει ο πρώτος. «Σιγά το νέο» ψιθυρίζω, είναι βλέπετε και οι γονείς, που μας ακούν. «Κυρία, μετακομίζουμε στον Άρη» λέει η δεύτερη και σκέφτομαι πόσο καλή θα ήταν αυτή η επιλογή και για μένα, μήπως βρε παιδί μου γλίτωνα επιτέλους από τους ηλίθιους που με περιτριγυρίζουν. «Κυρία, η Γκόλντι έφαγε τους μαρκαδόρους και δεν μπορώ να ζωγραφίσω» συμπληρώνει ένας τρίτος. Εδώ δεν κρατιέμαι και γελάω˙ η Γκόλντι για όσους δεν το ξέρουν είναι χρυσόψαρο. «Κυρία, δες. Έχω μωρό», πετάγεται η τέταρτη και αναλογίζομαι πόσο πολύ θα ήθελα να έχω ένα ψηλό, καστανό και πρασινομάτικο μωρό να με απασχολεί τις ελεύθερες μου ώρες.
Τα πειράγματα συνεχίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του μαθήματος. Ακούω για εξωγήινους που λένε παραμύθια, αρκούδες που μαγειρεύουν αρακά, γάτες που σφουγγαρίζουν τα πατώματα και λουλούδια που όταν θυμώσουν τραγουδάνε. «Έχουν πολλή φαντασία αυτά τα μωρά», μονολογώ την ώρα που τερματίζω τη συνάντηση και το βλέμμα μου πέφτει στην οθόνη του κινητού μου που αναβοσβήνει.
«Μου λείπεις», διαβάζω. Αποστολέας: Πινόκιο. «Πινόκιο;», θα αναρωτηθείτε και πολύ εύστοχα μάλιστα. «Πινόκιο», θα σας απαντήσω δίχως δεύτερη σκέψη, αφού τα ψέματα του ήταν ανάλογα με τα ψέματα του διασημότερου ψεύτη του κόσμου.