Περί φιλαναγνωσίας, αλλά αλλιώς, του Μιχάλη Κατσιγιάννη

Άραγε θα μπορούσε κάνεις να διαφωνήσει, τουλάχιστον αφετηριακά, με ό,τι συμβολίζει η λέξη φιλαναγνωσία; Νομίζω πως όχι. Τότε, για ποιο λόγο η φιλαναγνωσία αποτελεί ένα αγκάθι του πολιτισμού μας, ένα μόνιμο διακύβευμα κι ένα όλο και αυξανόμενο άγχος; Στο παρόν κείμενο, θα αποπειραθώ να δώσω ορισμένες απαντήσεις μέσα από το δικό μου πολιτικο-ιδεολογικό πρίσμα (όπως όλοι εξάλλου), τονίζοντας ότι μια αποτελεσματική πολιτική της φιλαναγνωσίας προϋποθέτει μια αποτελεσματική πολιτική της άρνησης.

Δεν θα σπαταλήσω την προσοχή των αναγνωστών διευκρινίζοντας τον όρο φιλαναγνωσία τόσο επειδή η λέξη αυτοεξηγείται όσο κι επειδή όλοι γνωρίζουν το περιεχόμενό της. Επιλέγω να σταθώ στο πολιτισμικό και κοινωνικό περικείμενο όπου χρησιμοποιείται η συγκεκριμένη λέξη και να αναδείξω τις αντιφάσεις που τόσο ενυπάρχουν όσο και προκαλούνται.

Αναπόφευκτα, ζούμε στην κοινωνία της πλήξης, της μιζέριας, του παραλόγου, της απουσίας ουσιαστικής αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας, του κέρδους, της εμπορευματικής ηθικής, της αλαζονείας, της παραπληροφόρησης και της πληροφορίας, του ατομισμού (κ.λπ.). Με άλλα λόγια, είμαστε όλοι μάρτυρες της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας και των ισχυρών μηχανισμών που αυτή χρησιμοποιεί για να εδραιωθεί και ν’ αναπτυχθεί εν είδει ύπουλου καρκινώματος. Απ’ αυτό το εξελιγμένο καφκικό περιβάλλον, οι τέχνες γενικά και η λογοτεχνία ειδικά δεν θα μπορούσαν να μείνουν εκτός της φθοράς, της παρακμής και της άγριας εκμετάλλευσης.

Παρά το γεγονός ότι σπουδαία λογοτεχνήματα παλαιών, μη παρευρισκόμενων γύρω μας, ως επί το πλείστον, ποιοτικών συγγραφέων συνεχίζουν να εκδίδονται και να κυκλοφορούν, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ορισμένα βιβλία του σήμερα που κινούνται σε ανάλογο επίπεδο, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά και ιστότοποι που δημοσιεύουν καλό κι ενδιαφέρον περιεχόμενο, η πλειονότητα των ανθρώπων επιλέγει να διαδραματίσει έναν από τους ακόλουθους δύο ρόλους. Είτε τον ρόλο του θεατή που αποτραβιέται από ό,τι προκαλεί κούραση έστω και στο ελάχιστο και ανεξάρτητα από το αν η κούραση αυτή είναι γλυκιά και καρποφόρα, είτε τον ρόλο του παθητικού αναγνώστη που συμμετέχει μεν στα δρώμενα του λόγου αλλά με ένα πλάνο εντός/εκτός, με μια λογική πλατιάς ρηχότητας και βαθιάς ζάλης.

Ακόμη, η πλειονότητα των ανθρώπων που διατείνεται ότι ασχολείται με τη λογοτεχνία και διεκδικεί τον ρόλο του αναγνώστη (αυτού του ιερού και γενναίου ρόλου), καταπιάνεται συχνά με αυτό που ονομάζουμε ως παραλογοτεχνία. Τραγικό γεγονός αλλά βαθιά στερεωμένο στην κοινωνία μας και εξυπηρετικό για τους σκοπούς της.

Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, θα πρέπει κανείς να διευκρινίσει τι εννοεί όταν μιλά περί φιλαναγνωσίας. Να διαβάζουμε «λογοτεχνία του ό,τι να’ ναι» αλλά σε συστηματική βάση ή να διαβάζουμε «ποιοτική λογοτεχνία» ανεξάρτητα από τον χρόνο που δίνουμε στην ανάγνωση; Όμως, θα πρέπει να διευκρινιστούν οι όροι «λογοτεχνία του ό,τι να’ ναι» και «ποιοτική λογοτεχνία».

Λέγοντας «ποιοτική λογοτεχνία», εννοείται η λογοτεχνία εκείνη που κατασκευάζεται και πορεύεται στη βάση της άρνησης, της αμφισημίας και του διφορούμενου, της υβριδικτητας, του μετασχηματισμού, της πολλαπλότητας. Λέγοντας «λογοτεχνία του ό,τι να’ ναι», εννοείται η λογοτεχνία εκείνη που, πρώτον, βρίσκεται σε αντίθετη κατεύθυνση από την προηγούμενη και, δεύτερον, σχετίζεται καταγωγικά με τη μη πρόοδο του κόσμου (ως σύνολο), με πρακτικές αλλοτρίωσης και με την παροχή ερεθισμάτων στερεοτυπικής υφής και αξίας που εμποδίζουν την αποδιοργάνωση και αποδόμηση του αποχαυνωμένου νου και σώματος καθώς και μια άλλη, εναλλακτική σύσταση του υποκειμένου.

Τώρα, έχοντας κάνει συνολικά τις απαραίτητες αποσαφηνίσεις, προχωρώ στο επίδικο: σε μια κοινωνία εξαλλοσύνης και τρόμου, αδικίας και ανηθικότητας, εξουθένωσης και αλλοτρίωσης και άλλων πολλών αρνητικών γνωρισμάτων, σε μια κοινωνία που οι άνθρωποι πείθονται να ενεργούν οικειοθελώς ως πανοπτικά της ζωής και του εαυτού τους, διαφυλάσσοντας την ομαλή λειτουργία της κατεστημένης κοινωνικής οργάνωσης, πώς γίνεται ένας άνθρωπος να θέλει, και να πράττει σχετικά, να βρεθεί στο βάθος της σκέψης μιας «ποιοτικής λογοτεχνίας»; Κι ακόμη, πώς γίνεται να αναμένεται και να απαιτείται από αυτόν κάτι τέτοιο; Θέλω να πω, θα ήταν κάτι μη αναμενόμενο, παράλογο.

Το ξέρουμε ποικιλοτρόπως, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη.

Πολύ συχνά, δεν φτάνει ούτε μια ολόκληρη ζωή. Δεν είναι αδύνατο, αλλά είναι δύσκολο ένας άνθρωπος που περνά καλά στους δρόμους του σήμερα, που δεν αισθάνεται αμηχανία με τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές, που δεν αναλογίζεται τη ζωή του σε σχέση με τις άλλες ζωές να ξεκινήσει να ενδιαφέρεται γι’ αυτό που πιο πάνω ονόμασα και όρισα ως «ποιοτική λογοτεχνία». Το υποκείμενο του νεοφιλελευθερισμού θέλει εύκολες και γρήγορες λύσεις, διεξόδους χωρίς πολλή διανοητική σκέψη και δημιουργικό κόπο. Και ακριβώς αυτό είναι που ζητά από την σχέση του με τη λογοτεχνία γι’ αυτό επιλέγει να επιπλέει σ έναν βούρκο από άχρηστα πράγματα και σκουπίδια.

Ο σημερινός άνθρωπος θέλει μόνο ψυχαγωγία, μια λέξη που έχει κακοποιηθεί αφάνταστα. Λες κι όσοι δεν στοιχίζονται πίσω από την άβουλη ύπαρξη και τη μηχανιστική δράση, δεν επιθυμούν ψυχαγωγία στη ζωή τους. Εδώ, η ψυχαγωγία έχει αρνητικό και επιφανειακό χαρακτήρα και μεταφράζεται ως εφήμερη απόλαυση που δεν μετατρέπεται ποτέ σε ηδονή, σε έρωτα, σε πάθος, αλλά μένει μονάχα στον επιφανειακό κρότο κι έχει την αντίστοιχη διάρκεια.

Συνεπώς, νομίζω ότι οι λόγοι περί φιλαναγνωσίας, βιβλιοφιλίας και άλλων τέτοιων δαιμονίων, πέφτουν στο κενό, αφού το βασικό πρόβλημα δεν είναι ότι η πλειονότητα των ανθρώπων απέχει από το διάβασμα, κάτι που φυσικά ισχύει, αλλά το γεγονός ότι όσοι δεν απέχουν ούτε αυτοί διαβάζουν στην πραγματικότητα. Κι ακόμη, το θεμέλιο: γιατί όσοι δεν διαβάζουν, δεν διαβάζουν και όσοι διαβάζουν, «δεν διαβάζουν»; Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί και η οποία απάντηση (για να επιστρέψω στην πρώτη παράγραφο) οφείλει να ακολουθήσει την ιδεολογικο-πολιτική κατεύθυνση και μεθοδολογία που αποκαλύπτει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας μας στην οποία όλοι, ανεξαιρέτως, συμμετέχουμε.

Σύντομο βιογραφικό σημείωμα

Ο Μιχάλης Κατσιγιάννης γεννήθηκε το 1997 στην Πάτρα όπου και ζει. Κείμενά του για τη λογοτεχνία (θεωρία και κριτική) και την εκπαίδευση κυκλοφορούν σε διάφορα περιοδικά. Έχει εκδώσει (ως ψηφιακά βιβλία) μία μελέτη και τέσσερις ποιητικές συλλογές με πιο πρόσφατη την ποιητική συλλογή «Ναύπακτος επί τρία» (Εξιτήριον, 2025). Όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο.