
Γράφει η Αντιόπη Καζατζίδου
Δύο πράγματα λάτρευε η κυρία Ευανθία τις γάτες και τα πορτοκάλια και δύο πράγματα απέφευγε τη συναναστροφή με ανθρώπους και το σέλινο. Χήρα προ δεκαετίας με έναν μοναχογιό που είχε να μιλήσει εδώ και τρία χρόνια, ας όψεται η Σκύλλα η νύφη της και η Χάρυβδη η μάνα της που θέλανε να τους δώσει το πατρικό και τους ελαιώνες στον κάμπο πριν πεθάνει . Η Ευανθία δεν ήταν χαϊβανι που θα έμενε αυτή στο ενοίκιο και η ξεβράκωτη να χαίρεται το βίος της. Πέσαν πάνω της κάτι συγγενής «τι πράγματα είναι αυτά βρε Ευανθία;», έκλεισε και σε αυτούς την πόρτα. Το πατρικό , μια παλιά πέτρινη μονοκατοικία περιστοιχισμένη από πορτοκαλιές στην ανατολική πλευρά της πόλης, γνωστή ανάμεσα στους κατοίκους της ως «το γατόσπιτο».
Η κυρία Ευανθία ήταν απασχολημένη όλη μέρα, πώς να μην ήταν άλλωστε με τριάντα γάτες γύρω της . Γάτες παντού, να κοιμούνται πάνω στους καναπέδες, να ρεμβάζουν στα περβάζια των παραθύρων ακόμη και ξαπλωμένες στον δροσερό πάτο της μπανιέρας της το καλοκαίρι. Στο μόνο μέρος που δεν τολμούσε να πατήσει πατούσα ήταν η κουζίνα, το άβατο της Ευανθίας· δεν ανεχόταν να τρίβονται στα πόδια της με σηκωμένες τις ουρές την ώρα που μαγείρευε. Έτσι, όταν έψηνε τίποτα ψάρια γινόταν υπό την συνοδεία νιαούρισματων πίσω από την κλειστή πόρτα. Γάτες όλων των χρωμάτων, κεραμιδί, άσπρες, μαύρες, γκρι και παρδαλές ζούσαν ειρηνικά μαζί της, τις φορές που ξεσπούσε κάποιος γατοκαυγάς, η Ευανθία έσπευδε να ηρεμήσει τα πνεύματα.
Το κακό άρχισε παραμονές Χριστουγέννων, όταν δύο αστείρωτοι αρσενικοί πήδηξαν την μάντρα του κήπου, ψάχνοντας να βρουν θηλυκές να εκτονώσουν τις γενετήσιες ορμές τους. Γύρισαν αργά το απόγευμα αποκαμωμένοι βαριανασαίνοντας με πρησμένες κοιλιές. Τρομοκρατημένη η Ευανθία παίρνει την κτηνίατρο, τη Ζωή, και μένει με το ακουστικό στο χέρι, όταν της λέει ότι είναι FIP: Λοιμώδης περιτονίτιδα. Και καλά, δεν άκουσε ότι υπάρχει έξαρση της νόσου; Πού να το ακούσει, στον μπακάλη ή στον ψαρά; Να απομονώσει τα κρούσματα και να κάνει τον σταυρό της. Ο τρόμος της γίνεται τώρα πανικός, κλείνει τους νοσούντες στην κρεβατοκάμαρα της και όντως προσεύχεται.
Σαν πυρκαγιά απλώνεται ο ιός ανάμεσα στις γάτες και αυτές να την κοιτούν με μάτια όλο παράπονο . Τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Η Ευανθία πριν την Πρωτοχρονιά ράβει κλαίγοντας άσπρες μαξιλαροθήκες, ανοίγει μικρούς τάφους κάτω από τις πορτοκαλιές και μέτρα τους εναπομείναντες .
Μουρμούρα κατάρες για τους επιστήμονες που στείλανε τον άνθρωπο στο φεγγάρι και έναν κωλοϊό δεν κατάφεραν να νικήσουν, στον εαυτό της που τσιγκουνεύτηκε να στειρώσει όλα τα γατιά, τους ανθρώπους που δεν τους νοιάζει για αυτά τα μικρά πλάσματα και συνεχίζουν να ετοιμάζονται να γιορτάσουν την Πρωτοχρονιά σαν να μην τρέχει τίποτα. Τη γη που συνεχίζει να γυρίζει, το σύμπαν που δεν ανταποκρίνεται στις προσευχές της.
Να ναι καλά η Ζωή. Χρυσό κορίτσι, της τηλεφωνεί συχνά και της λέει δύο κουβέντες παρηγοριάς. Παραμονή Πρωτοχρονιάς, φοβισμένη από τον θάνατο που κυκλώνει το σπίτι, τη σιωπή που γεννά ήχους παράξενους στις άδειες κάμαρες, πετάει το στολισμένο δέντρο στην αποθήκη, σκεπάζει τους καθρέπτες και σκορπά πορτοκαλόφυλλα παντού . Παίρνει τον γιο της τηλέφωνο:
-Αντώνη, αγόρι μου, θέλω να ξέρεις ότι πάντα θα σε αγαπώ.
Το πρωί είναι έξω από την πόρτα της και η Ευανθία βουβή τον αγκαλιάζει. Κάνουν καφέ και κάθονται αντικριστά να κοιτάζονται στα μάτια. Απολογισμός, εικοσιοκτώ γάτες νεκρές, όσες και οι πορτοκαλιές στον κήπο. Απολυμαίνει το σπίτι. Βαπτίζει ένα μικρό θηλυκό Εύα και ένα αρσενικό Αδάμ. Και περιμένει .