Ρόδο και αγκάθι

Σ’ ένα χωριό τον παλιό καιρό, μια όμορφη νεράιδα με πράσινα μακριά μαλλιά, κατοικούσε σε μια καρυδιά. Δίπλα από το δέντρο ήταν το σπίτι ενός νεαρού Σαββατογεννημένου.

Λένε πως μόνο οι “αλαφροΐσκιωτοι” και οι Σαββατογεννημένοι άνθρωποι μπορούν να έχουν το χάρισμα να δουν τα αερικά.

Ο νεαρός άκουγε συχνά τον ήχο από τα φτερά της και έβαλε σκοπό να την εντοπίσει.

Υπήρχε η αντίληψη πως όποιος καταφέρει να κλέψει ένα άγγιγμα από τα ξωτικά, γίνεται αιώνια σοφός. Ήταν μια πρόκληση για το παλικάρι.

Κάθε πρωί ακολουθούσε τον ήχο από τα φτερά της όμορφης νεράιδας ψάχνοντας την κρυψώνα της.

Η μικροκαμωμένη παρουσία, πότε χοροπηδούσε στα ανθισμένα λουλούδια και μάζευε τη δροσιά τους και πότε χόρευε μέσα στις συκιές .

Μια μέρα, λίγο πριν βγει ο ήλιος, μια εξώκοσμη λάμψη του τράβηξε την προσοχή. Ο νεαρός πλησίασε τη φουντωτή τριανταφυλλιά, που σκόρπιζε απλόχερα το άρωμά της, δίπλα από το υπνοδωμάτιό του.

Γνώρισε τον χαρακτηριστικό ήχο από το πέταγμα της νεράιδας και ξαφνικά την είδε μπροστά του και μαγεύτηκε από την ομορφιά της.

Το αερικό αισθάνθηκε την ξένη παρουσία και δυσανασχέτησε. Πήδηξε με μια δρασκελιά στο αγκάθι ενός τριαντάφυλλου και χόρευε προκλητικά.

Οι νεράιδες δεν αγαπούν ιδιαίτερα το αντρικό φύλο. Μόλις γεννήσουν τα παιδιά τους, τους αφήνουν στην άκρη.

Ο νέος άπλωσε το χέρι του σαν υπνωτισμένος να κόψει το τριαντάφυλλο με το όμορφο αερικό. Αντί να αγγίξει τη νεράιδα και να γίνει σοφός, τσιμπήθηκε από το αγκάθι και έχασε για πάντα τη μιλιά του.

Σίγουρη πλέον η νεράιδα πως δεν θα μπορέσει να μαρτυρήσει την ύπαρξή της ο Σαββατογεννημένος νέος, κάθε πρωί τον ξυπνούσε με τα φτερά της και τη δροσιά που μάζευε από τα λουλούδια.

Εκείνος δεν μπόρεσε να ξαναμιλήσει. Μόνο τη κοιτούσε.

Από τότε βγήκε η παροιμιώδης φράση :

«Το αγκάθι να προσέχεις και ας μυρίζει ρόδα η Αυγή».