Συνέντευξη από τον Άλεξ, έναν αδέσποτο σκύλο.

 

Ένα   ανοιξιάτικο  απόγευμα βγήκα   για το    καθιερωμένο  απογευματινό  μου  περπάτημα. Αυτήν   τη  φορά  όμως   είχα και  έναν λόγο  παραπάνω. Ήθελα  να  πάρω   μία  συνέντευξη  από   έναν   αδέσποτο  σκύλο, να  τον  κοιτάξω  στα μάτια  και  να τον ρωτήσω πώς  είναι, να  μου  μιλήσει  για  όλα  όσα   βλέπει και  βιώνει.

Περπατώντας,   λοιπόν,   σ’ ένα πάρκο  όπου  παίζανε   πολλά   παιδιά,  παρατήρησα  ότι  σε  κάποιο   σημείο   απόμερα,  ήταν  ξαπλωμένος ένας  σκύλος. Πλησίασα   σκεπτόμενη  ότι  ήταν  η  ευκαιρία  της  ζωής  μου,  για  να  πάρω τη  συνέντευξη  που  ήθελα. Πλησιάζοντας  κοντά  του, αντίκρυσα ένα  πανέμορφο  λυκόσκυλο.  Στον  λαιμό  του  φορούσε  και  την   ταυτότητα  του. Την κοίταξα,  «Άλεξ» έγραφε.  Ήταν   φανερό  ότι  από  κάποιο  σπίτι  είχε  φύγει.  Τον  χάιδεψα,  τον  κοίταξα  στα  μάτια,  είχε   θλιμμένο  βλέμμα. Δεν  δίστασα  λοιπόν  να   του  μιλήσω  και  να  του  κάνω  και  την  πρώτη  μου  ερώτηση.

Εγώ:  «Λοιπόν,  Άλεξ,  τι  έγινε; Φιλαράκο μου, πώς βρέθηκες  εσύ  εδώ;».

Άλεξ:  «Τι να  σου λέω… Εδώ  και  κάποιες  μέρες ήμουν αδιάθετος, με  είδαν  λοιπόν  και  με  πήγαν  στον  γιατρό   την  ίδια  μέρα.  Ο  γιατρός   τους  είπε  ότι  ήμουν  άρρωστος.  Δεν θυμάμαι  πώς  ονόμασε   την  αρρώστια  μου και  τους  συνέστησε   κάποια  θεραπεία  και   ενώ  συμφώνησαν εκείνη τη στιγμή  να  την  κάνουν, το  ίδιο   βράδυ κιόλας  με  έδιωξαν».

Εγώ: «Δηλαδή  τι  έγινε;  Δεν   άκουσες   τι   είπαν;».

Άλεξ:  «Βέβαια  και   άκουσα.  Η  κυρία, η μαμά  των  παιδιών, δεν ήθελε  έναν  άρρωστο  σκύλο   και  δεν  είχε  καμία   διάθεση   να  με  φροντίσει  εκείνη  και να  μου  δίνει τα  φάρμακα  μου  και   φώναζε   στον  πατέρα  των παιδιών  να  με  διώξει   την ίδια   στιγμή.  Εγώ  έκλαιγα  περισσότερο  και  ας  μην με  έβλεπαν, όσο  έβλεπα   τα  παιδιά  να  κλαίνε   και  την  ικέτευαν   να  με  κρατήσουν».

Εγώ:  «Όσο έμενες εκεί  περνούσες  καλά  με  τα παιδιά»;

Άλεξ:  «Περνούσαμε  πολύ  ωραία  φίλε  μου!  Ακόμα  και  οι  φίλοι  τους  με  αγαπούσαν  και  παίζαμε. Μάλιστα, ερχόμασταν   σε  αυτό   το  πάρκο   εδώ  μαζί  με   τον  μπαμπά  τους για  αυτό ήρθα   εδώ, μήπως   έρθουν  και  με  βρουν. Όταν  ο  μπαμπάς   τους άνοιξε  την  πόρτα  του  κήπου  και  με  άφησε   να  φύγω,  τα  παιδιά   έτρεξαν  πίσω μου,  μα  ο  μπαμπάς   τους    είπε  αυστηρά  να  γυρίσουν  αμέσως  πίσω. Έτσι  λοιπόν   από   εκείνο   το  βράδυ   ψάχνω  κάθε  φορά να  δω που  θα  κοιμηθώ και  τη  μέρα   ψάχνω   φαγητό  και  καθαρό  νερό».

Εγώ: «Πόσες  μέρες  είσαι  έξω   μόνος  σου»; 

Άλεξ: «Δεν ξέρω. Όσες   και  να   είναι… Τα  πράγματα   είναι  πολύ   δύσκολα,   φίλε μου.   Άλλοι   σκύλοι  που  έχουν  μάθει  να  ζούνε  έξω    στον    δρόμο, μου λένε   να  μη  στενοχωριέμαι.  Μου  υποσχέθηκαν  ότι  και   φαγητό  θα  βρίσκουμε   και  νερό και  θα  κάνουμε  και παρέα.

Εγώ: «Μήπως   σου  είπανε  οι  φίλοι σου  και  τι  προβλήματα αντιμετωπίζουν  εδώ    στους   δρόμους;»

Άλεξ : «Η αλήθεια    είναι  ότι  έπρεπε  να   βγω   έξω   από   το  σπίτι   για  να   μάθω   πως  περνάνε   εδώ  έξω   άλλοι  σκύλοι.  Το    περίεργο    είναι  ότι  εμείς  νοιαζόμαστε  για  το πώς   περνάνε  οι άλλοι  σκύλοι  εδώ   έξω, ενώ  εσείς   οι  άνθρωποι που  ζείτε   στη  ζεστασιά   και  την  ασφάλεια    του   σπιτιού  σας, δεν  νοιάζεστε  οι  περισσότεροι   πώς  περνάνε   οι  συνάνθρωποι  σας   στον   δρόμο  και  όχι  μόνο  αυτό,  αλλά  και  τους  φοράτε   την  ταμπέλα  του  άστεγου, του  περιθωριακού, του αλήτη  και  μάλιστα  με  περιφρόνηση.

Το   πρωί  ένας   φίλος  μου  διηγήθηκε   πώς   ζούσανε  μαζί σε  ένα  παγκάκι  ένας  άστεγος και ένας  αδέσποτος   σκύλος.   Ο  άστεγος   τον  είχε   αγκαλιά, τον έντυνε για να  μην κρυώνει  και  του  έδινε  από   το   φαγητό  που  του έδιναν.   Δεν  μάθαμε  όμως  τι   τους  έχει  συμβεί,  αν   είναι καλά. Έχω   την  εντύπωση   ότι  εδώ  έξω    βρίσκουμε  περισσότερη  ανθρωπιά  από  ότι   στα  σπίτια  που  μας   φιλοξενούν.

Όση  ώρα   μου  έλεγε  ο  σκύλος όλα  αυτά,  δεν  μπορούσα  να  συνεχίσω   να  το  κοιτάζω  στα  μάτια. Είχα   σκύψει   το  κεφάλι.

Δεν    είχα   άλλες   ερωτήσεις  να  του  κάνω. Ο  Άλεξ  όμως  συνέχισε  να  μου μιλάει. Είχε   περάσει   σε  πιο  δύσκολο  θέμα,  στη  βία  που  δέχονται  από  τους   ανθρώπους.

Άλεξ:  «Έχω  γνωρίσει   και  σκύλους  που   τους   έχει  χτυπήσει  κάποιο  αυτοκίνητο και τον  έχουν  παρατήσει   στη μέση  του δρόμου,  κάποια  μάλιστα   πέθαναν   στην  μέση  στου   δρόμου  από   αιμορραγία. Εδώ  που   τα  λέμε  τους  ίδιους   τους  συνανθρώπους  σας  παρατάτε   στη μέση  του  δρόμου  και  πεθαίνουν. Εμάς   τους   σκύλους  θα  σκεφτείτε; Θέλεις  να  σου  πω  και   για  κάποιους   που κλωτσάνε και τραυματίζουν σοβαρά   τους  αδέσποτους; Και  πάλι το  ίδιο   θα  σου  πω,  ότι   εσείς  οι  άνθρωποι   σκοτώνεστε  μεταξύ  σας,  πού  να βρείτε   την  ευαισθησία    για   εμάς   τους   σκύλους;  Υπάρχουν  όμως  και  πιο σοβαρές   περιπτώσεις για  τη  βία   των  ανθρώπων   στους  σκύλους. Δεν   λέω  υπάρχουν  άνθρωποι  που  μας  προσέχουν  και  μας   νοιάζονται και ενδιαφέρονται  για  τα  προβλήματα μας,   αλλά   γιατί  να  μην  υπάρχουν  άνθρωποι  που να  νοιάζονται  πραγματικά   για   εμάς  και  να  μην  μας  παρατάνε    στον   δρόμο  με   το  παραμικρό…».

Όλα  αυτά  έλεγε  ο  Άλεξ….   Και   είχα  μείνει  σιωπηλή, ντρεπόμουν   σαν  άνθρωπος.  Ακόμα  και   εγώ  τώρα  που   γράφω και  σας  μεταφέρω   τη  φωνή   του  Άλεξ, δεν  πιστεύω  ότι  θα  μπορούσα  να  τον  πάρω  για να  τον  φροντίσω. Ποτέ  όμως   δεν  θα  μπορούσα  να  του κάνω  κακό.  Για  κανέναν  λόγο.

Τον    χάιδεψα  και  έφυγα   σκεπτική   μετά  από  όλα  όσα  κατάλαβα για  το   πώς  μπορεί  να   βλέπουν   οι   σκύλοι τον  άνθρωπο  και   πόση  αγριότητα    είναι   φωλιασμένη   στην ψυχή   των   ανθρώπων,   ώστε   να  μπορούν   να  προκαλούν τόσο   μεγάλο  κακό  στον  πιο  «πιστό»   τους  φίλο.