Όταν εισήλθα στο Τμήμα Θεάτρου του Α.Π.Θ. -καθώς και στα χρόνια της Δραματικής Σχολής στην Αθήνα- άκουγα για τις τεχνικές στην Υποκριτική. “Τι;” λέω μέσα μου “Έχει και τεχνικές; Που ήρθα; Στο πολυτεχνείο;”. Εγώ νόμιζα ότι βγαίνεις στην σκηνή και παίζεις. Αυτό όλο κι όλο. Να το λέει η ψυχή σου, δηλαδή, και να βγάζεις το λιοντάρι από μέσα σου. Άντε και το ελάφι, αν έχεις να ερμηνεύσεις καμία Οφηλία. Μάθαινα για την τεχνική του Στανισλάφσκι, για το μαγικό “εάν” (εάν εσύ ήσουν στη θέση αυτού του θεατρικού χαρακτήρα πως θα δρούσες; Τι θα έκανες;) Και σκεφτόμουν “Μα καλά αυτές είναι οι τεχνικές; Αυτά τα ήξερα από μόνη μου. Δεν χρειαζόταν να μου το πει κάποιος”. Όταν όμως μου μίλησαν για το αποστασιοποιημένο θέατρο του Μπρέχτ εκεί κόλλησα. “Μα να αποστασιοποιηθώ;” σκεφτόμουν. “Μα να μην βάλω πάθος; Μα να κρατήσω αποστάσεις (μιας που είναι της μοδός αυτή η φράση!) του θεατρικού χαρακτήρος από την ψυχή μου;”. Αυτό -μας λέγανε στο Πανεπιστήμιο- το ήθελε ο Μπρέχτ για να μην ξυπνάει τόσο το συναίσθημα των θεατών αλλά το μυαλό τους. “Οk, ok…” Δηλαδή… Δεν μιλάμε μόνο για εκτόνωση ενέργειας και ψυχική έκφραση αλλά για μια σχεδόν πολιτική πράξη. Ναι αλλά πώς γίνεται αυτό; Πώς θα ερμηνεύσεις την Μάνα Κουράγιο του Μπέρτολτ Μπρέχτ η οποία χάνει τρία παιδιά και όμως είναι αποφασισμένη να συνεχίσει το εμπόριο της και μάλιστα σε μια εποχή όπου δεν υπήρχαν τα διάφορα ηρεμιστικά; Ακόμη κι αν διαφωνείς με την στάση της Μάνας Κουράγιο χρειάζεται να σεβαστείς την επιθυμία και το όραμα του συγγραφέα, να μην τον προδώσεις δηλαδή. Ακόμη κι αν θέλεις να κρίνεις την Μάνα Κουράγιο που αντί να κλάψει απαρηγόρητα για τον χαμό της μοναχοκόρης της, παίρνει τον αραμπά της και συνεχίζει να δουλεύει, χρειάζεται να σκεφτείς πρώτα για ποιο λόγο έχει σκληρύνει τόσο η καρδιά της και τί την έκανε τόσο ανθεκτική. Επίσης, χρειάζεται να μελετήσεις όλο το backround της κεντρικής ηρωίδας για να την κατανοήσεις. Έλα και πες μου τώρα πως θα την ερμηνεύσεις αν εσύ σαν άνθρωπος, στην προσωπική σου ζωή, στην καθημερινότητά σου, κρίνεις εύκολα τους άλλους; Αν εσύ βγάζεις εύκολα τα συμπεράσματα σου για τους άλλους αντί να κάνεις δουλειά με τον εαυτό σου;
Με τα χρόνια λοιπόν κατάλαβα την έννοια της τεχνικής στην Υποκριτική, με λίγα λόγια την μέθοδο, την σειρά των πραγμάτων, την φυσική αλληλουχία που σε βοηθάει από απλό άνθρωπο να γίνεις απλός άνθρωπος που ξέρει να ερμηνεύει.
Συνεπακόλουθα, επειδή διδάσκω την Υποκριτική εδώ και αρκετά χρόνια χρειάστηκε να αναπτύξω και την τεχνική μου, η οποία είναι απλή. Πολύ απλή θα έλεγα. Αλλά ξέρετε τι λένε για τα πράγματα που φαίνονται πολύ απλά, έτσι; Κρύβουν πολλή δουλειά από πίσω τους…
Η τεχνική μου:
- Μελετάμε τον χαρακτήρα που θα ερμηνεύσουμε και τον μαθαίνουμε πολύ καλά σα να είμαστε οι ψυχολόγοι του.
- Δουλεύουμε τους εαυτούς μας για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι γιατί μόνο ένας καλός άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τους άλλους.
- Ζούμε.
Γιατί αν δεν βιώσουμε κάποιες εμπειρίες πείτε μου πως θα τις μεταφέρουμε πάνω στην σκηνή;
Γιατί αν δεν ερωτευθούμε πως θα νιώσουμε την ακαταμάχητη έλξη που νιώθουν ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα (από το ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ);
Αν δεν ερωτευθούμε έναν καριερίστα ή έναν προσηλωμένο στον στόχο του πως θα κατανοήσουμε την απόγνωση της Οφηλίας (από τον Άμλετ του Σαίξπηρ);
Αν δεν φάμε χυλόπιτες πως θα καταλάβουμε την αγωνία της Ελένης όταν κυνηγάει τον Δημήτρη στο Όνειρο Καλοκαιρινής Νύκτας (του Σαίξπηρ);
Πώς θα ερμηνεύσουμε την Φιλουμένα Μαρτουράνο του Εντουάρντο Ντε Φιλίππο αν δεν βιώσουμε, αν δεν παρατηρήσουμε τις αγωνίες και τις θυσίες που κάνει μια μάνα για να μεγαλώσει τα παιδιά της; Ιδίως μάλιστα αν πρόκειται για μονογονεϊκή οικογένεια.
Πώς θα καταλάβουμε την κάψα της Σεραφίνας Ντέλλε Ρόζε (Τριαντάφυλλο στο στήθος του Τένεσσυ Ουίλλιαμς) αν δεν μελετήσουμε μια νέα μάνα που μεγαλώνει το παιδί της μόνη της;
Πως θα ερμηνεύσουμε την σκηνή που η Σεραφίνα πληροφορείται τον θάνατο του συζύγου της όταν δεν έχουμε βιώσει την ψυχρολουσία ενός αντίστοιχου κακού μαντάτου που μας αφορούσε είτε άμεσα είτε έμμεσα; Όταν -κατά έναν περίεργο τρόπο- ξέρεις τι θα ακούσεις πριν καν το ακούσεις…
Αν δεν δούμε το χάος μέσα στο σπίτι μας ή σε κάποιου άλλου το σπίτι πως θα ερμηνεύσουμε την Ρήνα από “Το Γάλα” του Βασίλη Κατσικονούρη;
Αν δεν καταλάβουμε πως η εμφάνιση και η τσαχπινιά ερεθίζουν συχνά ανθρώπους με εξουσία να εκμεταλλευτούν άλλους και αν δεν καταλάβουμε πως είναι να κάνουμε μία δουλειά που δεν θέλουμε πώς θα παίξουμε την Σαββίνα (Με τα δόντια του Θόρντον Ουάιλντερ);
Αν δεν παρατηρήσουμε τις κινήσεις ενός ανθρώπου φοβικού με τις αρρώστιες πώς θα ερμηνεύσουμε τον “Κατά Φαντασίαν Ασθενή” του Μολιέρου;
Αν δεν νιώσουμε έστω και κάποια μικρή εξάρτηση από το υποκείμενο του πόθου μας πώς θα ερμηνεύσουμε την Γυναίκα στην Ανθρώπινη Φωνή του Ζαν Κοκτώ, μια γυναίκα που επιζητά διακαώς να ακούσει την φωνή του αγαπημένου της για λίγα λεπτά, έστω για λίγα δευτερόλεπτα. Κι αν δεν γίνεται να ακούσει την φωνή του τουλάχιστον εκλιπαρεί ν’ ακούσει την ανάσα του…
Αν δεν νιώσουμε έτσι εμείς ή αν δεν πιάσουμε την αδελφική μας φίλη να έχει κολλήσει μ’ έναν τύπο που δεν της αξίζει πως θα καταλάβουμε την Γυναίκα της Ανθρώπινης Φωνής; Όσο κι αν συμβουλέψουμε την φίλη μας να ξεκολλήσει, μέσα μας θα ξέρουμε πως ο έρωτας -πανάθεμά τον- έχει μεγάλη ισχύ και ώρες-ώρες είναι θεότυφλος. Άσε που δεν είναι πάντα αμοιβαίος ή “επιτρεπτός”.
Επίσης, αν δεν διεισδύσουμε στην ψυχολογία της Μάρθας από το “Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ” του Έντουαρντ Άλμπι πως θα καταλάβουμε την σημασία που έχει για εκείνη το παραμύθι που έχει πλάσει με τον σύζυγό της, Τζορτζ για την ύπαρξη ενός ανύπαρκτου παιδιού;
Ελάτε και πείτε μου πως θα αφουγκραστούμε όλους αυτούς τους χαρακτήρες αν δεν έχουμε ξεφύγει -κάποιες φορές- από την σιγουριά μας;
Τα “αν” δεν τελειώνουνε. Βεβαίως δεν προσεγγίζεις με την ίδια λογική τον κάθε χαρακτήρα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Μήδειας. Με την λογική αποκλείεται κανείς να κατανοήσει μια γυναίκα που σκοτώνει τα παιδιά της. Αν δούμε την Μήδεια απλά σαν μητροκτόνο την πατήσαμε! Δεν θα παίξουμε ποτέ την Μήδεια ή αν μας δωθεί η ευκαιρία να την ερμηνεύσουμε, δεν θα την ερμηνεύσουμε καλά ή θα ζητήσουμε μια διεθνή πρωτοτυπία από τον σκηνοθέτη, να κόψει την τελευταία σκηνή (κάτι που είναι μάλλον αδιανόητο να συμβεί)! Σε αυτήν την περίπτωση της Αρχαίας Τραγικής Ηρωίδας αναγάγουμε τον χαρακτήρα της σε μια άλλη διάσταση, ανώτερη από την ανθρώπινη. Είναι άλλωστε ημίθεη η Μήδεια και μέσω αυτής και των πράξεων της επέρχεται ξανά η ισορροπία στο σύστημα αξιών. Έρχεται η “τίσις”, γιατί η “ύβρις” δεν μπορεί να σταθεί μόνη της. Σέρνει, σε επόμενη φάση και την εξιλέωση με όποιο κόστος.
Ένα άλλο θέμα που θα ήθελα να θίξω είναι αυτό της υποτιθέμενης ταύτισης με τον ρόλο. Κι αυτό το θέμα το θίγω για να μην παρεξηγούνται οι φράσεις “ενσάρκωσε την Εκάβη”, “βλέπαμε μπροστά μας την Εκάβη και όχι την ηθοποιό” και άλλες τέτοιες παρόμοιες. Ναι, θα χρησιμοποιήσω αυτήν την τραγική ηρωίδα για να επισημάνω πως δεν θα βγάλει τη σεζόν η ηθοποιός που παίζει Εκάβη αν νομίζει επί σκηνής πως είναι η ίδια η Εκάβη. Διότι πόσες φορές μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος τόσο πόνο; Να χάσει δηλαδή όλη του την οικογένεια και να την χάνει κάθε μέρα που παίζει στην παράσταση; Απλά οι παραπάνω εκφράσεις φτιάχτηκαν για να δηλώσουν τον θαυμασμό προς τους ηθοποιούς.
Άλλωστε το να νομίζει κανείς πως είναι κάποιος άλλος είναι θέμα μελέτης της Ψυχιατρικής και όχι της Υποκριτικής.
Πολλοί δάσκαλοι της Υποκριτικής για να βοηθήσουν τους σπουδαστές που θα γίνουν πτυχιούχοι ηθοποιοί να ξεφύγουν από τον εαυτό τους και να μεταβούν νοητά σε κάποιον άλλον χαρακτήρα χρησιμοποιούν διάφορες ασκήσεις. Ασκήσεις υπάρχουν και για να αξιοποιηθούν προσωπικά βιώματα των ηθοποιών στις ερμηνείες τους, αφού πρώτα εκτονωθούν και λυθούν. Αφού πρώτα δηλαδή τα βρει ο ηθοποιός με τον εαυτό του. Λεπτομέρειες για τέτοιου είδους ασκησιολόγιο θα μάθουν όσοι ανέβουν τα σκαλοπάτια κάποιας δραματικής σχολής ή εργαστηρίου.
Άρα λοιπόν, φτάσαμε στο σημείο όπου ζήσαμε και ζούμε και αποκτούμε εμπειρίες, γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι σταματώντας να κρίνουμε τους άλλους εύκολα, αλλά να κατανοούμε περισσότερο αυτούς και τις ανάγκες τους…. Έχουμε φυσικά μελετήσει τους χαρακτήρες που υποδυόμαστε σα να ήμασταν οι ψυχολόγοι τους και τώρα τι;
Χμχ… Τώρα σκεφτόμαστε, ψάχνουμε, ακούμε, παρατηρούμε για να στοιχειοθετήσουμε με κινήσεις, φωνή και ρυθμό τον χαρακτήρα μας και να προβάρουμε αρκετές φορές μέχρι την πρεμιέρα, μέχρι από άυλα πράγματα αλλά και από ύλη (σώμα και φωνή ηθοποιού, φώτα, σκηνικά κ.α.) να φτιαχτεί ο χαρακτήρας.
Και ναι! Φίλες και φίλοι! Αυτή είναι η Υποκριτική… Και Τέχνη και τεχνική!
Συμβουλή μου όλα αυτά να τα αφουγκραστείτε όπως η Αρετούσα αφουγκράστηκε την αγάπη της ζωής της από τον ήχο που έκαναν τα τραγούδια του…. (Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου)