Τα πατίνια

 

Η αίθουσα ήταν γεμάτη. Η  ντίσκο μουσική από  τα μεγάλα ηχεία του χώρου μπορούσε να καλύψει τις φωνές από τις δυνατές συζητήσεις. Μεγάλοι και μικροί  έβγαζαν τα παπούτσια τους και προσπαθούσαν να βρουν το κατάλληλο νούμερο για το πόδι τους. Τo δεξί πατίνι μου ήταν λίγο μικρότερο. Ή μήπως το δεξί μου πόδι; Μου έδωσαν να φορέσω τριάντα έξι νούμερο ενώ το πόδι μου είναι τριάντα έξι και μισό με αποτέλεσμα να με πιέζει στο μπροστινό δάχτυλο.

Εδώ και ώρα έχω προσέξει στην πίστα τη μικροκαμωμένη έφηβη να κινείται με άνεση επάνω στα παπούτσια με τους τροχούς. Ευκίνητη και άνετη, έδειχνε στους άπειρους πώς να κρατούν σωστά το σώμα τους για να μην πέφτουν. Η διάθεσή της φιλική και καλοσυνάτη. Ενώ εγώ παλεύω με τα κορδόνια  εκείνη με πλησιάζει.

-Σας δυσκολεύει κάτι; Να σας βοηθήσω;

– Είναι μικρό το νούμερο.

-Εγώ θα φύγω σε λίγο, να σας δώσω να δοκιμάσετε τα δικά μου; Έχουμε περίπου το ίδιο πόδι.

-Ευχαριστώ κορίτσι μου. Πώς είπαμε πως σε λένε;

Κάτι σε αυτό το πλάσμα μου φαίνεται γνώριμο και ιδιαίτερα οικείο. Οι μικρές ζάρες ανάμεσα στη μύτη της σε κάθε έκφραση έκπληξης, το βαθύ γέλιο της και η κίνηση των χεριών της καθώς μιλάει  με κάνουν να αρχίζω να ανησυχώ με τις σκέψεις μου.

– Λίνα, απαντάει.  Κοίτα να δεις σύμπτωση, σκέφτηκα.

-Κι εμένα Λίνα με λένε. Πού μένεις;

– Ανατολικά ,στο Σούγελο. Χαμογέλασε εγκάρδια.

-Κι εγώ κάπου εκεί κατοικώ εδώ και χρόνια.

Παρατηρώ πως έχουμε και τις ίδιες φωνές.  Οι υποψίες μου παίρνουν μορφή και βρίσκονται ακριβώς απέναντί μου. Δεν μπορεί να συμβαίνει στ’ αλήθεια αυτό. Συνομιλώ με τον εαυτό μου στην εφηβεία του; Μα πώς;

-Είσαι πολύ άνετη στην πίστα. Κάνεις καιρό πατίνια; Ήθελα να βρω αποδείξεις.

-Από τεσσάρων ετών. Έπεφτα, σηκωνόμουν και συνέχιζα. Δεν φοβόμουν και δεν το έβαζα κάτω. Ένα αόρατο χέρι πάντα με κρατούσε σταθερή.

-Μη μου πεις πως οι πρώτες σου προσπάθειες έγιναν στην Γερμανία; Στο μεγάλο πάρκο απέναντι από το σπίτι σου; Και το έσκαγες το μεσημέρι όταν οι γονείς σου ξεκουράζονταν για να πας να κάνεις roller;

Κοιταχτήκαμε και οι δύο με έκπληξη και απορία. Τώρα καταλάβαινε κι εκείνη τις ομοιότητες. Δεν ήξερε πώς να συνεχίσει τη κουβέντα. «Κι εγώ δεν φοβάμαι αν θα πέσω». Συνέχισα να της μιλάω, «Τα μικρά χτυπήματα δεν με τρομάζουν. Μπορεί να μεγάλωσα αρκετά αλλά ακόμα μαθαίνω. Συνεχίζω με τα πατίνια στα πόδια κάνοντας κύκλους και ημικύκλια όπως η ζωή. Και η ζωή, μου έδειξε δρόμους με ανηφοριές, με κατηφόρες και πορείες χωρίς να χάνω τον προσανατολισμό, τον τρόπο και την ανάλογη ταχύτητα για να κατρακυλήσω επάνω του. Και πάντα με τα τροχούλια στα δυο μου ακούραστα πόδια».

Με παρακολουθούσε με τα σκούρα αμυγδαλωτά της μάτια δείχνοντας πως έχει καταλάβει το μυστήριο της κατάστασης. Αυτό που δεν καταλάβαινε είναι αν ήταν αυτή εδώ ή αν ήμουν εγώ εκεί. Έβαλε τα προσωπικά της αντικείμενα στο κόκκινο σακίδιο, φόρεσε τα αθλητικά επώνυμα μποτάκια της και προχώρησε ανέκφραστη προς την έξοδο.

Δεν ήθελε να γνωρίζει κάτι άλλο.

Ο πατέρας πάντα έλεγε πως δεν χρειάζεται να τρέχουμε εμείς με  φόρα πάνω στη ζωή αλλά αντίθετα, αφήνουμε τη ζωή να πλησιάσει ομαλά προς το μέρος μας. Για τη σωστή ισορροπία. Όπως ο δρόμος που ξεδιπλώνεται υπομονετικά μπροστά μας και μας καθοδηγεί με τις λευκές γραμμές του όταν εμείς διασκεδάζουμε με τα πατίνια μας.