Περπατούσε κουκουλωμένος μέσα στο παλτό. Ο γιακάς έφτανε στο ύψος της μύτης. Τα μάτια γυάλισαν γκρίζα, άγρια σαν την ανταριασμένη θάλασσα. Παλτό και μάτια ίδιο χρώμα. Αγριωπά μελαχρινός. Περπατούσε στο ψιλόβροχο, ούτε που τον ένοιαζε η βροχή που θα ξέσπαγε μανιασμένη σε λίγο, ο ουρανός είχε δείξει τις διαθέσεις του. Άρχισε να αστράφτει, ο θόρυβος ξύπνησε τα αδέσποτα σκυλιά που έτρεχαν να κρυφτούν στις εισόδους των πολυκατοικιών.
Κοίταξε γύρω του, ήταν μόνος. Χαμογέλασε, οι άνθρωποι είχαν εξαφανιστεί προσπαθώντας να προστατευθούν από τον επερχόμενο χαλασμό. Τα νερά της λίμνης άρχισαν να ψηλώνουν και έσκαγαν βαριά στα πλακάκια της προκυμαίας. άσπρα, μαύρα σαν μια τεράστια σκακιέρα. «Πότε τα αντικατέστησαν», αναρωτήθηκε. Κούνησε τους ώμους αδιάφορα.
Περπατούσε μόνος, ανακουφισμένος και απολάμβανε την απόλυτη κυριότητα του χώρου που τόσο του είχε λείψει.
Το χαρτί της αποφυλάκισης ήταν στην εσωτερική τσέπη του παλτό και ασυναίσθητα το έσφιγγε με το μπράτσο του, λες και υπήρχε περίπτωση να του φύγει. Ένοχος για φόνο, πριν από εικοσιπέντε χρόνια. Έδιωξε την σκέψη. Έπρεπε να αγοράσει τσιγάρα, είδε το μαγαζάκι στη γωνία – πότε άνοιξε άραγε- μάζευαν τα τελευταία εκτεθειμένα προϊόντα.
Πέρασε βιαστικά τον δρόμο μπήκε μέσα, δεν είχαν τη μάρκα του, βρήκε όμως εκείνα τα καταπληκτικά μπισκότα με την σοκολατένια γέμιση, αγόρασε δύο πακέτα. Χαμογελώντας βγήκε αργά, άρχισε να ανοίγει το πακέτο, αδημονούσε να γευτεί την ξεχασμένη αίσθηση. Η βροχή καταρράχτης, τα νερά έφτασαν στο ύψος του πεζοδρομίου. Οι λακκούβες του δρόμου έμοιαζαν λίμνες, η πόλη θεοσκότεινη τα φώτα θολά.
«Ανάθεμα με», πρέπει να βρώ ξενοδοχείο. Ξαφνικά η ομίχλη σκέπασε τα πάντα, μια αόρατη αυλαία που έκρυψε όλη την σκηνή. Δεν είδε το αυτοκίνητο που ερχόταν καταπάνω του, ούτε άκουσε τον θόρυβο της μηχανής Ένοιωσε να πετάει, έκανε κύκλους στον αέρα και έσκασε με δύναμη στο καπό. Το μόνο που πρόσεξε ήταν το κόκκινο χρώμα, δεν ήξερε αν ήταν από το δικό του αίμα η το χρώμα του αυτοκινήτου. Την ώρα που χανόταν σκέφτηκε… «Γαμώτο, δεν πήρα τσιγάρα».