Το δωμάτιο στο υπόγειο ήταν ξεχασμένο από όλους. Το φως λιγοστό από το μικρό παράθυρο, ήταν καλυμμένο με εφημερίδες (άγνωστο γιατί). Η μυρωδιά της υγρασίας έντονη από τα τσιμέντα και τους ασοβάτιστους τοίχους. Φύλαγαν κάτι στεγνά κούτσουρα για το τζάκι, όταν θυμόντουσαν να το ανάψουν, δηλαδή ποτέ. Στην οικογένεια επικρατούσε γενικά βαρεμάρα για οικογενειακές μαζώξεις. Ο καθένας κοιτούσε την πάρτη του και λίγο ασχολούνταν ο ένας με τον άλλον.
Τα δύο αγόρια του ζευγαριού τελείως διαφορετικοί τύποι με τρία χρόνια διαφορά. Ποτέ δεν έπαιξαν μαζί. Ο ένας όμορφος, ξανθός, ψηλός με γαλανά μάτια. Κλειστός τύπος, εσωστρεφής και μονόχνωτος. Δεν είχε πολλούς φίλους. Στο σχολείο κουβέντιαζε συχνά με τα κορίτσια, σαν να τα βρίσκαν περισσότερο. Ο άλλος ζωηρός, ευφυής και ετοιμόλογος. Το πειραχτήρι της οικογένειας, έδινε ζωή στο σπίτι, αν και καμιά φορά οι σκανδαλιές του ήταν άκομψες. Σήμερα βαριόταν θανάσιμα και βάλθηκε να παρακολουθήσει τον ψηλό. Του την έδινε γιατί ήταν πολύ όμορφος και έτσι που δε μιλούσε ήταν σαν να κρύβει ένα μυστήριο. Τον τσιγκλούσε συχνά για παιχνίδι αλλά αυτός ποτέ δε γούσταρε. Ε, τώρα θα παίξει μαζί του, θέλει δε θέλει.
Ήταν χαμένος στο υπόγειο αρκετή ώρα. Ψάχνει κάτι βιβλία του γυμνασίου του είπε για την εργασία στην ιστορία. Μία χρονιά είχαν διαφορά. Δευτέρα Λυκείου ο ένας και Τρίτη ο άλλος. Σηκώνεται λοιπόν ο μικρός και κατεβαίνει κάτω. Φτάνει στο υπόγειο. Τα βιβλία σε κούτες ανάκατα. Διερωτάται: Πού είναι αυτός; Κάτι ακούει. Καλά από πού; Στα θεμέλια χώθηκε ή μέσα στα ξύλα; Καλέ, ναι εκεί μέσα είναι. Ή αυτός ή ποντικός; Σσσσσς, βηματίζει αθόρυβα στις μύτες και σπρώχνει την ετοιμόρροπη πόρτα με δύναμη. Άφωνος! Ο αδερφός του φοράει κόκκινες γόβες κι ένα σουτιέν στο στήθος!
– Τι κάνεις ρε παλιαδερφή; Αυτό είναι το μυστικό σου; Χα, χα, χα… το καλό και ήσυχο παιδί; Τι σουπιά είσαι εσύ;
Ο άλλος άφωνος! Στήλη άλατος! Bγάζει τις γόβες άρον, άρον, πετάει και το σουτιέν που γάντζωσε στην μπλούζα του και δεν τον γλύτωνε έτσι εύκολα από το μαρτύριό του. Ο μικρός το τραβάει με δύναμη και το παίρνει μαζί με την μπλούζα του χασκογελώντας. Ο ξανθός, ο όμορφος, μία κατάχλωμη, κέρινη φιγούρα, δεν έχει δύναμη να αντιδράσει. Κάθεται αποσβολωμένος πάνω στα ξύλα, περιμένοντας το τέλος του. Γιατί θα έρθει αυτό, πολύ γρήγορα. Από τον πατέρα που θα τον σφάξει, από τη μητέρα που θα κλαίει βουβά ή από τον μικρό που θα τον γιουχάρει εις τον αιώνα τον άπαντα. Όχι, θα μείνει εκεί, να πνίξει την ντροπή του στα σκοτάδια και τη μούχλα.