Το παράδοξο της ζωής

Γράφει η Βασιλική Χριστοφορίδου

Σε ένα λευκό σεντόνι κύλησες, απλώθηκες σαν να ανήκες στον χώρο. Η παρουσία σου αερική. Σημάδια στον λαιμό, σημάδια στους τοίχους. Το ρολόι αντιστεκόταν σε οποιαδήποτε μεταβολή της κίνησης. Το παράθυρο πάντοτε ανοιχτό. Το όπλο στην άκρη. Στην άκρη κι εγώ. Ακούμπησα με προσοχή τη λαβή, δεν ήθελα να σε πληγώσω. Είδα το είδωλό μου στα σπασμένα κομμάτια. Εμφανώς νεκρός. Μόνο η θέληση αυτή μου έδινε μια ζωηράδα στο βλέμμα. Απλωμένος στον χώρο με τόση αρτιότητα, ένιωσα φυσιολογικός. Μια στιγμή. Μου έλεγε η Φωνή: “Κάν’ το!”

Οι μυρωδιές από τα πτώματα που διαπερνούσα, μου φαίνονταν όλες ίδιες. Η ανάσα μου κοφτή. Δεν ήξερα αν ζούσα. Η σαπίλα γύρω μου με έκανε να ψάχνω το οξυγόνο μου. Ώσπου σε είδα. Έτρεξα να προλάβω. Σε είχα πάνω μου, σε είχα μέσα μου, σε είχα πάντα και παντού και ας μην το ήξερες…

Όχι, όχι έτσι!

Έκλεισα μια και καλή την εικόνα σε ένα σκονισμένο μπαούλο. Ήταν αντίκα, από τις πιο ακριβές της εποχής. Μου το είχες αγοράσει, σκαρφιζόμενη ότι με αντιπροσώπευε.

Μα η Φωνή, ακόμη παρούσα.

Λεηλατεί το μυαλό μου, τρυπώνει στις πιο σκοτεινές γωνιές.

Ζητά λύτρωση! Μου παρουσιάζεται στα κομμάτια.

Η ψυχή μου ένα εκκρεμές που αποκτά υπόσταση μέσα από αυτά.

Ο ήχος εκκωφαντικός. Το κοράκι παρακολουθούσε με ανίατο ενδιαφέρον τη σκηνή στο παράθυρο. Πέρασε πάνω από το πτώμα, το επεξεργάστηκε, κούνησε με έπαρση τα φτερά του και του ξέφυγε ένα εύθυμο κράξιμο που άλλο σαν και τούτο δεν είχε υπάρξει.

Τι σου είναι η μοίρα, τελικά…