Τραχανάς γλυκόπικρος με δαμάσκηνα

Κενά μεγάλα με στιγμές μικρές στριμωγμένες, μεγάλες στιγμές που γεμίζουν μικρά κενά χρόνου, που φεύγει και δεν θα μας δοθεί πίσω. Με έπιασε χασμουρητό και μόνο, που άκουσα τον προβληματισμό του σύγχρονου, άνευ πτυχίου φιλοσόφου. Μιλώντας για κενά και γεμίσματα και άλλα τέτοια, μου υπενθύμισε το κενό στο στομάχι μου. Με τι να καλμάρω την πείνα μου; Μικρή μερίδα σε μικρό πιάτο για να μη φαίνεται το κενό ή μεγάλη μερίδα σε μεγάλο πιάτο, για να βγάζει μια κανονικότητα; Τη μόνη, ίσως, αυτό το διάστημα. Μπλέχτηκα. Αλλά επειδή ακόμη πεινάω, ίσως και περισσότερο από τον τόσο προβληματισμό, βγαίνω για ψώνια. Η μεγαλύτερη χαρά των ημερών, έτσι όπως έγιναν με τη νέα, πρόσκαιρη ελπίζω, πραγματικότητα. Βόλτες στους διαδρόμους με τις ώρες. Και ψώνια και άθληση. Σύμπτυξη των πάντων, θαρρείς και μας κυνηγάει ο χρόνος. Κανονικά το κάνει αλλά τώρα μοιάζει να έχει κουραστεί και αυτός. Όπως και όλα όσα εξουσιάζει. Δουλειές, σχέσεις, φιλίες. Η δουλειά μου απασχολεί το μυαλό καθημερινά αλλά η καρδιά μένει λίγο πιο πίσω.

Καλά, που υπάρχουν και τα πολυκαταστήματα και βλέπουμε κανέναν φίλο. Στα ποτά τον κολλητό, που αναγκαστικά έκοψε τις βόλτες, όχι όμως και τις κακές συνήθειες. Στα μαγειρικά γειτόνισσες και φίλες. Προκομμένες και πρώην ανεπρόκοπες, που πια έχουν γίνει μάστερ σεφ δίπλα σε μάγειρες τηλεοπτικούς. Γιαλαντζί, όχι οι μάγειρες, αλλά τα ντολμαδάκια της γειτόνισσας σήμερα. Την είδα στα ρύζια αλλά τη βαριέμαι λίγο. Από την κλεισούρα, ψάχνει θύμα να εκτονωθεί. Τρέχω στα μακαρόνια. Ή πάστα, όπως το λένε και οι τηλεοπτικοί. Τώρα, που το σκέφτομαι λιγουρεύτηκα και μια πάστα μετά την πάστα. Γλυκιά μετά την αλμυρή, εννοώ και μπερδεύτηκα πάλι.

Ένα χτύπημα στον ώμο με επαναφέρει. Μία, που δε τη θυμάμαι αλλά κάτι μου λέει κιόλας. Μου εξηγεί ότι είναι γειτόνισσα από την παλιά μου γειτονιά. Μεγαλύτερη, αλλά θυμάται εμένα και το Γιωργάκη να τρέχουμε στην αυλή και πέρα από αυτήν και να γεμίζουμε τον τόπο φωνές και χαρά. Έφυγε. Δεν κατάλαβα πότε αλλά βυθίστηκα τόσο στις αναμνήσεις, που δεν την αντιλήφθηκα να αλλάζει διάδρομο. Το μυαλό μου έμεινε στη γειτονιά, εκείνη την παλιά μου. Στη μεγάλη δαμασκηνιά στην αυλή του διόροφου οικήματος. Στον πρώτο όροφο εμείς, στο δεύτερο η γιαγιά του Γιωργάκη, που, από όταν με είδε και κεραυνοβολήθηκε, έγινε μόνιμος σχεδόν κάτοικος. Πάντα μαζί.

Προσπαθούσαμε να σκαρφαλώσουμε στο δέντρο να κόψουμε δαμάσκηνα. Κάτω από τη ζέστη του καλοκαιριού, η σκληρή τους πέτσα φανέρωνε στο δάγκωμα, μία σχεδόν ζεστή μαρμελάδα στο εσωτερικό τους. Μας άρεσε και αγαπούσαμε να λερωνόμαστε και να κολλάμε. Πιάναμε τα χέρια και η κόλλα η δαμασκηνί έκανε τη δουλειά της, τα κρατούσε ενωμένα. Το χειμώνα, που η δαμασκηνιά ξεκουραζόταν την ποτίζαμε για να βγάλει καρπούς πιο γρήγορα. Μας έβλεπαν μέσα στα νερά και φώναζαν ότι θα πουντιάσουμε. Το φάρμακο για το κρύο ήταν ο τραχανάς. Η κυρά Βαγγελιώ το έδινε με θρησκευτική ευλάβεια στο καμάρι της. Πρωί και βράδυ τραχανάς ζεστός, με τυρί, που έλιωνε και γινόταν ένα σώμα με το φολκλόρ ζυμαρικό, πέρα από κάτι κομματάκια που επέπλεαν στο ζωμό και έμελε να παρασυρθούν από την παπάρα ψωμιού, που συνόδευε το γεύμα. Ο Γιωργάκης δεν μπορούσε να φάει μόνος του. Απαιτούσε τη συντροφιά μου, όμως εγώ μην αντέχοντας το θέαμα τραχανάς, τυρί, κομματάκια, ψωμί και τη μυρωδιά αυτή τη γήινη, που μου προσγείωνε τη φαντασία, κρυβόμουν. Από το κλάμα όλοι καταλάβαιναν την κρυψώνα μου και με έβγαζαν από εκεί στέλνοντάς με στο στόμα του λύκου. Της κυρά Βαγγελιώς με το πιάτο ανά χείρας. Έτρωγα και με έτρωγε. Το περισσότερο πήγαινε στα ρούχα μου, καθώς το έφτυνα και έκλαιγα γιατί εκτός από καταπιεσμένη ήμουν και λερωμένη, πράγμα που σιχαινόμουν. Έκλαιγε μετά και ο Γιωργάκης, δεν ξέρω τον λόγο αλλά δεν με ένοιαζε γιατί ζούσα το δικό μου δράμα. Μαλώναμε μετά τα δυο μας την ώρα του τραχανά, για να τα ξαναβρούμε στο παιχνίδι και να τα χάσουμε και πάλι στην επόμενη δόση θλιβερού ταΐσματος.

Φύγαμε από τη γειτονιά, πριν ακόμη πάω σχολείο και ο Γιωργάκης, μάζεψε δαμάσκηνα. Τα έβαλε σε μια σακούλα διάφανη και μου τα έδωσε για το δρόμο. Δυο λεπτά απόσταση το καινούριο σπίτι αλλά δεν ξέραμε τότε να υπολογίζουμε. Τα δαμάσκηνα τα έφαγα, τραχανά όμως ποτέ ξανά. Είχα ξεχάσει την αίσθηση, τη μυρωδιά, την υφή του. Η κυρά Βαγγελιώ δεν μπορούσε πια να με πιέζει και εγώ δεν ζήτησα ποτέ να μου τον κάνουν. Δίπλα στα ζυμαρικά, τον είδα. Για πρώτη φορά μετά από μια ζωή ολόκληρη, μυαλό και μάτι τριγύρισαν σε αυτόν. Γλυκός, ξινός, καυτερός, με λαχανικά αποξηραμένα. Μια φορά σκέφτηκα να πάρω και μου βάζουν ήδη δύσκολα. Ποιον να διαλέξω; Ποιος θα έχει τη γεύση του τραχανά της κυρά Βαγγελιώς; Υποψιάζομαι κανένας αλλά άρπαξα γρήγορα και σχεδόν ενοχικά το πακέτο. Πήρα και τυρί. Φέτα σκληρή, αλμυρή. Δεν ξέρω αν ήταν η κατάλληλη αλλά είπα να δοκιμάσω. Η πάστα βγήκε από το καλάθι μου. Σήμερα θα έτρωγα τραχανά. Χωρίς το Γιωργάκη βέβαια. Λίγα χρόνια μετά την αλλαγή σπιτιού, ο Γιωργάκης έφυγε και πήγε σε άλλη γειτονιά από εκείνη των παιδικών μας χρόνων. Πήγε κάπου, όπου θα έμενε για πάντα παιδί και μαζί με τη γιαγιά  Βαγγελιώ θα πρόσεχαν τη δαμασκηνιά μας. Θα έδιναν εντολή για βροχή και πότισμα, τώρα που είχαν τη δύναμη. Έτσι μου έλεγαν και εγώ τότε δεν καταλάβαινα.

Χαμογέλασα γιατί ήμουν βέβαιη ότι και ο δύο θα γελάνε με δάκρυα εκεί πάνω, βλέποντάς με να παλεύω με τον τραχανά. Πήγα σπίτι και άνοιξα το ιντερνετικό κανάλι ενός σεφ, όνομα και πράγμα στην πιάτσα τη μαγειρική. Ακολούθησα κατά γράμμα τις δοσολογίες και τις οδηγίες του. Ούτε η όψη, ούτε η μυρωδιά θύμιζαν σε κάτι, αυτό που δεν έτρωγα τότε αλλά ήμουν αποφασισμένη να φάω τώρα. Το πέταξα. Έκλεισα τα μάτια και ένιωσα τις μυρωδιές του φαγητού, του σπιτιού, του χειμώνα στη γειτονιά μου. Και η μυρωδιά του Γιωργάκη παρούσα και ένα άγγιγμα στο χέρι. Ξεκίνησα να φτιάχνω, σχεδόν με τα μάτια κλειστά. Μετά από λίγα λεπτά  αυτό, που έβλεπα μπροστά μου, ήταν ίδιο με αυτό του τότε. Έφερα το κουτάλι στα χείλη μου, φύσηξα τον τραχανά και το έβαλα στο στόμα μου. Άρχισα να κλαίω. Δε με έκανε η γεύση να κλάψω, ήταν νόστιμος. Κατάλαβα τι έχανα τόσα χρόνια, που αρνιόμουν να δοκιμάσω. Ούτε για αυτό έκλαψα. Έκλαψα για το Γιωργάκη, την κυρά Βαγγελιώ, για όλα αυτά, που έμειναν πίσω και δεν θα τα ξαναβρούμε ποτέ, για όλα όσα έχουμε και δεν κάνουμε μια στάση να δούμε και να νιώσουμε. Έκλαψα γιατί έτρωγα τραχανά και μου άρεσε. Έκλαψα γιατί δεν πήρα την πάστα τη γλυκιά. Έκλαψα για όλα όσα με βάραιναν. Έμεινα με το πιάτο στην αγκαλιά μου. Μου ζέσταινε τα χέρια και το στομάχι. Τελικά είχε δίκιο η κυρά Βαγγελιώ, ήταν ένα και ένα για το κρύο. Συνέχισα να τρώω μέχρι που άδειασε το πιάτο. Ήταν γλυκός, όμως, μου άφησε μια πίκρα στον ουρανίσκο. Έψαξα στη διάφανη σακούλα στην κουζίνα και πήρα δύο δαμάσκηνα.