Καταβυθίζομαι
Σ’ ένα χείμαρρο που παρασύρει
το πριν, το τώρα, το μετά
Αγρίμια σε συνουσία
Η συνωμοσία της ύπαρξης
Θέλησα να επιστρέψω…
Εκεί που έδυσε η μικρή ματιά μου
Εκεί πού έμεινε μισή η δύναμη
κι η αθωότητά μου διαολεύτηκε
Στην έρημο κάποιου νότου
Μα δε θυμάμαι που
Μια μυρωδιά έρχεται
στα ρουθούνια μου
Ούτε κι αυτή έχει όνομα
Σκονισμένη από τ’ ανεμοσούρια
Ψάχνω…
Τι απογίναν κείνα τα φτερά ;
Χέρια σκληρά στη θέση τους
που πια κρατούν λεπίδια μεταξένια
Και ξεφλουδίζω απαλά
τους ανθρώπους
που συναντώ στο διάβα μου
Στρώμα στρώμα, σαν της γης
Φλοιό, μανδύα, πυρήνα
Αποζητώ το κέντρο τους
Ενώνομαι αν με αφήνουν
Σπίθες κι αλάτι αγκαλιάζονται
Γεννιώνται πλανήτες.
Αυτόφωτοι μα ετεροκινούμενοι
Και τί κι αν τώρα δεν πετώ;
Βουτώ στη γνώση
Το τρίγωνο της φωτιάς,
καύσιμο, οξυγόνο, φλόγα ,
με αέρα δυναμώνει
Έτσι ζει η ψυχή
Ω πόσο μεγάλη ανακάλυψη !
Έχω τώρα στον τοίχο μου
παράθυρα ανοιχτά
Κρεμασμένα σε κορνίζα
τα παλιά φτερά
Κλείνω τα βλέφαρά μου
κι αφουγκράζομαι τα φτερουγίσματα
Όχι, δε νοσταλγώ
Όχι τα δικά μου
Μόνο εκείνων που πέταξαν
χωρίς επιστροφή…
Λούζω την ψυχή μου με βενζίνη
Μια σπίθα από άλλο πυρήνα
Ένας αέρας να φουντώνει τη φλόγα
Και να υψώνεται πυρωμένος αετός
κοντά σε ήλιους κι αγγέλους
Φωτιά στην αιωνιότητα
Κανένας φόβος
Έχω κερδίσει…
Ξέρω πια,
πώς την ψυχή μου
όμορφα να καίω