Χήρα ιατρού Ιακωβίδη

1o Βραβείο του λογοτεχνικού διαγωνισμού Art In Vivo της Γαλήνης Εφραιμίδου

Πότιζε τα λουλούδια της κάθε απόγευμα φορώντας τις ίδιες πάντα σκούρες φόρμες. Γύρω στα 75. Είχε φάει τα ψωμιά της αλλά παρέμενε ο τρόμος της γειτονιάς. Κανείς δεν τολμούσε να αφήσει παράταιρα ούτε μια σακούλα. Ξεσήκωνε αμέσως πόλεμο, μέχρι και μηνύσεις. Διαφέντευε έτσι τη μισή συνοικία.

Εγκαταστάθηκε προ εικοσαετίας σε μια μονοκατοικία και συστήθηκε στον περίγυρο ως χήρα στρατιωτικού ιατρού Ιακωβίδη. Αυτό το τελευταίο το ανέφερε πάντα με στόμφο στην κουβέντα, λες και όφειλαν όλοι να γνωρίζουν τον εκλιπόντα. Παιδιά δεν εμφανίστηκαν ποτέ, μήτε άλλα σόγια. Στις διάφορες ερωτήσεις που έκαναν απέξω απέξω οι γειτόνισσες, απαντούσε με δυο λέξεις για έναν γιο στην Αμερική. Κάθε Τετάρτη μόνο, την έβλεπαν να παίρνει το λεωφορείο για το κέντρο και να επιστρέφει κατάκοπη.

Ο κυρ Γιάννης, δυο στενά παρακάτω, στον αντίποδα. Πού τον έβρισκες πού τον έχανες, στις αυλές των φίλων του να πίνει απανωτά τους σκέτους ελληνικούς, να αναλύει τις αρετές του σοσιαλισμού και την κατάρα της βαρύτητας ως φυσικό επακόλουθο στο γυναικείο κάλλος.

– Πάλι δεν μας μιλάς κυρά Κατιάνα; Τι μας λείπει δηλαδής, έτσι για να έχουμε και καλό ερώτημα;

– Κόψε τις κουταμάρες κυρ Γιάννη, μεγάλος άνθρωπος. Απαντούσε αυτή και απομακρυνόταν με βήμα κοφτό. Ο φίλος του τότε τον απόπαιρνε:

– Τι τα θες, μωρέ, και χωρατεύεις με την παλάβρα; Θα σε τρέχει στο Τμήμα καμιά μέρα.

Αυτός όμως δεν άκουγε. Μια Τετάρτη την πήρε στο κατόπι. Λαχάνιασε για να την προλάβει όταν μπήκε και στο δεύτερο λεωφορείο. Μετά από χιλιόμετρα είδε στα δεξιά του τον ψηλό περίβολο. Η κυρά Κατιάνα μάζεψε από το δίπλα κάθισμα τις σακούλες και κατέβηκε στη στάση μπροστά στην Πύλη. Ίσα που πρόλαβε να κατέβει ξοπίσω της. Όταν αυτή, μετά από δύο ώρες και χωρίς σακούλες βγήκε από τη φυλακή, κεραυνοβολήθηκε στη θέα του κυρ Γιάννη. Την κάρφωνε από το αντικρινό πεζοδρόμιο. Πλησίασε τάχατις αγέρωχη.

– Τι έγινε κυρά μου; Ποιόνε έχεις μέσα; Είπε και άναψε το από χρόνια κομμένο τσιγάρο.

– Το παιδί μου, είπε απρόθυμα και μόνο μετά τα δυο κονιάκ στο γωνιακό καφέ πρόσθεσε,

– Εμένα που με βλέπεις, ναι, εγώ φταίω για όλα. Ο πατέρας του με σκότωνε στο ξύλο. Από πάντα. Μέχρι που μια μέρα, βρέθηκε ένα τσεκούρι στα χέρια του μικρού.

Του κυρ Γιάννη του κοπήκανε τα αίματα. Μετά από ώρα βρήκε δυο σωστές κουβέντες.

– Καλά, κοτζάμ γιατρός ο μακαρίτης και σ’ έδερνε Κατιάνα μου; Τι να πω…

– Ποιος μακαρίτης βρε Γιάννο; Με κάτι ράμματα τη γλίτωσε το κάθαρμα κι έφυγε δια παντός από τη χώρα. Κάπου στις οτοστράντες της Ιταλίας τον συναπάντησαν τελευταία. Φορτηγατζής γαρ.