Χαμένες σε φαράγγι

«Η έμπνευση πηγάζει από όλα όσα βιώνουμε, όσα μας συμβαίνουν και αισθανόμαστε», έλεγε ξανά και ξανά ο αγαπημένος μου δάσκαλος, προτρέποντάς μας να μπλέκουμε φανταστικό με πραγματικό για να συνθέτουμε μοναδικά αφηγήματα.

 Η ιστορία που καταγράφω είναι πέρα για πέρα αληθινή. Τέσσερις φίλες αποφάσισαν να αρχίσουν τις εξερευνήσεις, με αποτέλεσμα να βρεθούν ενώπιον πρωτόγνωρων καταστάσεων, καταστάσεων που απαιτούσαν θάρρος και αποφασιστικότητα, καταστάσεων που όλοι όσοι έχουμε πρόβλημα προσανατολισμού, έχουμε κάποια στιγμή αντιμετωπίσει.

 Το Σάββατο ήταν προ των πυλών και εμείς δεν είχαμε ακόμα κανονίσει τίποτα. Στέλνω μήνυμα στην κολλητή μου, την Δέσποινα και ο διάλογος έχει περίπου ως εξής:

-Δε μου λες, τι θα κάνουμε το Σάββατο;

-Ξέρω γω; Πάμε καμιά θάλασσα;

-Τι θάλασσα ρε με τέτοιον καιρό; Άσε που ανοίγουν και τα σχολεία και θα γίνεται χαμός. Συμβιβάσου με κανέναν καταρράχτη.

Καταρράχτες στην περιοχή μας είχαμε δυο, στον Βελβεντό και στα Γρεβενά. Ο πιο κοντινός σε εμάς, ήταν ο πρώτος. Έτσι, το Σάββατο το πρωί, η Δέσποινα που κατά καιρούς εκτελούσε και χρέη οδηγού, ήρθε να μας μαζέψει από τη νεκρόπολη. Για αρχή σταματήσαμε στο «Σπιτάκι» για να εφοδιαστούμε με καφέ και έπειτα κατευθυνθήκαμε στο παραδιπλανό χωριό για να μαζέψουμε και την τέταρτη της παρέας. Με διάθεση στα ύψη, μουσική στο τέρμα και πολλές φάλτσες νότες, ακολουθούσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τις πινακίδες που θα μας οδηγούσαν στον Βελβεντό, που ήταν γνωστός για τα ροδάκινα και το φαράγγι του.

 Λίγο πριν το μεσημέρι φτάσαμε στην κεντρική πλατεία του χωριού. Θέσαμε σε λειτουργία το GPS και ξεκινήσαμε να ακολουθούμε τις οδηγίες. «Σε 200 μέτρα στρίψτε δεξιά. Συνεχίστε ευθεία και σε 150 μέτρα στρίψτε αριστερά. Μείνετε αριστερά στη διχάλα». Οι οδηγίες σαφείς , οι καταρράχτες όμως άφαντοι. Την πρώτη φορά βρεθήκαμε σε έναν χωματόδρομο που κατέληγε σε έναν απότομο γκρεμό. Κάναμε αναστροφή, ρυθμίσαμε ξανά την θέση μας και συνεχίσαμε την πορεία μας. Αυτή την φορά αντί για δεξιά, στρίψαμε αριστερά. Συνεχίσαμε ευθεία και στη διχάλα μείναμε δεξιά. Βρεθήκαμε σε κάτι χωράφια. Αυτό γινόταν τουλάχιστον για δυο ώρες. Γυρνούσαμε γύρω γύρω στο χωριό, πότε ανεβαίνοντας και πότε κατεβαίνοντας. Περνούσαμε από τα ίδια σημεία ξανά και ξανά. Καταλήγαμε στα ίδια χωράφια, βλέπαμε τις ίδιες δεξαμενές και τα ίδια εκκλησάκια, τους καταρράχτες όμως δεν μπορούσαμε να τους εντοπίσουμε. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια σταματήσαμε κάτι περαστικούς. «Σε 150 μέτρα θα στρίψετε αριστερά, θα συνεχίσετε ευθεία και μετά όταν δείτε την δεξαμενή θα σταματήσετε και θα περπατήσετε». Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Το κάναμε. Πάλι μπροστά μας ο γκρεμός. Αναστροφή και πίσω. Από τα πολλά γύρω γύρω τα λάστιχα είχαν υπερθερμανθεί, έτσι στην όπισθεν όταν οι τροχοί συνάντησαν πέτρες, άρχισε να αναδύεται μυρωδιά καμένου. Όχι τίποτα άλλο, δεν είχε σήμα και δεν θα μπορούσαμε να ειδοποιήσουμε και κανέναν αν παθαίναμε κάτι.  Η κατάσταση ήταν για γέλια και για κλάματα. Το GPS να μας κατευθύνει αλλού, η πορεία από τις πινακίδες να δείχνει άλλον δρόμο, ο χάρτης που μας είχε δώσει μια κυριούλα από ένα περίπτερο να μας βγάζει τελείως εκτός. Κάτι έπρεπε να κάνουμε. Σταματήσαμε κάτω από έναν πλάτανο και αρχίσαμε να συζητάμε τις επιλογές μας.

-Μήπως να πάμε στην Νεράιδα που είναι και πιο κοντά; Αφού δεν μας θέλει.

-Όχι ρε, δεν θα πάμε στην Νεράιδα. Θα βρούμε το φαράγγι.

-Τόση ώρα κάνουμε κύκλους. Δεν παίζει να το βρούμε.

-Όχι είπα, θα το βρούμε.

Αφού η οδηγός επέμεινε, δεν είχαμε περιθώριο να αντιδράσουμε. Με τα νεύρα που είχε, θα μας άφηνε στη μέση του πουθενά και θα μας έτρωγαν τα άγρια ζώα. Στο «Μετόχι», ένα από τα ταβερνάκια της περιοχής ρωτήσαμε μια κυρία που έκανε βόλτα με τα παιδιά της. «Σε 150 μέτρα θα στρίψετε αριστερά, θα συνεχίσετε ευθεία, θα στρίψετε δεξιά στο εκκλησάκι και μετά όταν δείτε την δεξαμενή θα σταματήσετε και θα περπατήσετε». Αυτή ήταν η οδηγία κλειδί , «θα στρίψετε δεξιά». Μόλις στρίψαμε δεξιά και δεξαμενή είδαμε και μια τεράστια πινακίδα που μας καλωσόριζε στο φαράγγι. Παρκάραμε το αυτοκίνητο και ακολουθήσαμε το λιθόστρωτο  δρομάκι που μας μετέφερε θαρρείς σε ένα άλλον κόσμο. Δεξιά και αριστερά πανύψηλα δέντρα, ρυάκια να κυλούν κάτω από τα πόδια μας, πουλιά να κελαηδούν κάνοντας μας να ξεχάσουμε το προηγούμενο πάθημα μας. Όσο πιο βαθιά κατευθυνόμασταν, τόσο άλλαζε το τοπίο. Πεσμένα φύλλα είχαν κάνει ήδη την εμφάνιση τους και τα ρυάκια έδωσαν τη θέση τους σε έναν πανέμορφο καταρράχτη. Περπατούσαμε για πάνω από μια ώρα, αλλά άξιζε τον κόπο. Προσπεράσαμε τον μικρό καταρράχτη και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε για να βρούμε τον επόμενο. Τα μονοπάτια άρχισαν να γίνονται δύσβατα. Υπήρχαν μόνο πέτρες και ρίζες δέντρων. Σε μια στροφή και ενώ εγώ προπορευόμουν, η Δέσποινα γλίστρησε και παραλίγο να πέσει πάνω μου, παρασύροντας με στο κενό που έστεκε λίγα μέτρα πιο πέρα. Αφού προσπεράσαμε το παρ’ ολίγον δυστύχημα, γιατί δυστύχημα θα ήταν, κατευθυνθήκαμε ακόμα πιο βαθιά στο δάσος. Αυτό που αντικρίσαμε ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Τα σκηνικά ήταν βγαλμένα λες από ταινία. Δέντρα αιώνων να στέκονται πάνω από τον καταρράχτη, φυσικά διαμορφωμένες πισίνες να δέχονται το νερό που ανέβλυζε από τα έγκατα της γης, μιας ησυχία απερίγραπτη . Αν εξαιρούσαμε τα γέλια  και τις φωνές μας, μπορούσαμε να ακούσουμε ακόμα και το πέταγμα των πουλιών.

 Έχοντας φορτώσει τις φωτογραφικές μας μηχανές με πολύ υλικό, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Φτάσαμε στο αυτοκίνητο σε δευτερόλεπτα και εξίσου γρήγορα απομακρυνθήκαμε από το χωριό. Κάναμε μια στάση και στην Νεράιδα γιατί είχαμε πεθάνει της πείνας. Σε όλη την διαδρομή γελούσαμε και σχολιάζαμε το πάθημα μας˙ το φαράγγι να απέχει δυο λεπτά και εμείς να κόβουμε κύκλους χωρίς προορισμό. Δεν ξέρω αν σας φάνηκε αστείο αυτό που ζήσαμε, να είστε σίγουροι όμως πως ήταν˙ θα το θυμόμαστε σε μερικά χρόνια και θα γελάμε, θα γελάμε πολύ, γιατί αυτό που πάθαμε ήταν εκατό τοις εκατό εμείς. Ήταν τόσο παλαβό όσο και εμείς οι τέσσερις, εμείς οι τέσσερις που αν και διαφορετικές φτιάχνουμε μια αχτύπητη ομάδα.