Όταν η κηδεία του Γιώργου Σεφέρη μετατράπηκε σε διαδήλωση κατά της χούντας

Την 21η Απριλίου 1967, την ημέρα που μια χούφτα αξιωματικοί του στρατού έβαλαν τη χώρα «εις τον γύψον», ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης έγραφε στο ημερολόγιο του: «Προκόβουμε καταπληκτικά»!

Περίπου δυο χρόνια αργότερα, στις 28 Μαρτίου 1969, εκπέμπει μέσα από το ραδιόφωνο του BBC το περίφημο μήνυμα κατά της χούντας το οποίο ολοκληρώνει λέγοντας: «Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω».

Ένα μήνα νωρίτερα, ο Σεφέρης, είχε γράψει το ποίημα «Οι γάτες του Άη Νικόλα». Ήταν (και είναι, φυσικά) ένα αλληγορικό ποίημα κατά της χούντας, κατά της βρετανικής κυριαρχίας στην Κύπρο και γενικά κατά των απολυταρχικών καθεστώτων. Με εκείνο το ποίημα ο νομπελίστας ποιητής ισορροπούσε ανάμεσα στον μη εφησυχασμό μπροστά στα φίδια που βρίσκονται σε χειμερία νάρκη (ή γεννούν νέα φίδια) και την ελπίδα πως στο τέλος πάντα τα φίδια εξολοθρεύονται.

Όταν στις 20 Σεπτεμβρίου ο Γιώργος Σεφέρης πέθανε, αριστεροί και δημοκράτες αποφάσισαν πως η κηδεία του θα έπρεπε να μετατραπεί σε μια διαδήλωση κατά της χούντας με στόχο να δείξουν στον ελληνικό λαό πως – στο τέλος – τα φίδια θα νικηθούν.

Ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με το Νόμπελ

Λυρικός, στοχαστικός και αισθαντικός ο Σεφέρης άλλαξε ριζικά τον προσανατολισμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας. «Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξαναβρεί τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες πολλές διδασκαλίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη», έγραψε στο «Τετράδιο γυμνασμάτων».

Στις 10 Δεκεμβρίου του 1963, ο Γιώργος Σεφέρης έγινε ο πρώτος Έλληνας που έπαιρνε στα χέρια του το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το πέτυχε με αντιπάλους όπως ο Μπέκετ, ο Νερούδα, ο Ανούιγ, ο Αραγκόν, ο Μπόρχες, ο Μπρετόν, ο Κοκτώ, ο Φροστ, ο Χάξλεϋ, ο Μαλρώ, ο Ναμπόκοφ, ο Μισίμα και ο Σαρτρ.

Σύμφωνα με τα πρακτικά που έγιναν γνωστά μόλις το 2013, στην τελική ψηφοφορία επικράτησε ανάμεσα στον Άγγλο δοκιμιογράφο Ουίσταν Όντεν και τον Χιλιανό ποιητή Πάμπλο Νερούδα, που, τελικά, θα λάβει το βραβείο οκτώ χρόνια αργότερα.

Παρέλαβε το Νόμπελ από τα χέρια του βασιλιά της Σουηδίας και τα πρώτα λόγια της εναρκτήριας ομιλίας του ήταν τα εξής: «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου».

Στην υποδοχή του Σεφέρη από τη Στοκχόλμη στο αεροδρόμιο του Ελληνικού δε θα βρεθεί κανείς από το επίσημο κράτος.

 

H περιβόητη δήλωση στο BBC

Στις 28 Μαρτίου του 1969, ο Γιώργος Σεφέρης, αποφάσισε να κάνει αυτό που θα έπρεπε να κάνουν όλοι οι άνθρωποι του πνεύματος σε περιόδους κρίσεων. Βγήκε μπροστά. Είπε αυτό που πίστευε. Έδειξε τον δρόμο σε έναν λαό φοβισμένο που προτιμούσε εκείνη την εποχή να κρύβεται πίσω από κλεισμένα παραθυρόφυλλα.

Μαγνητοφώνησε μία δήλωση η οποία είναι τραγικά προφητική αφού, μεταξύ άλλων, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την τραγωδία στην οποία οδηγούσε την Ελλάδα η χούντα.

Η κασέτα με το μήνυμα του Σεφέρη έφτασε λαθραία στο Λονδίνο και αυθημερόν η δήλωσή του μεταδόθηκε από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC, ενώ αναμεταδόθηκε από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την «Ντόιτσε Βέλε»!

Όπως είναι φυσικό προκλήθηκε πάταγος αφού ο Σεφέρης δεν είναι κάποιος τυχαίος πολίτης. Είναι ένας νομπελίστας ποιητής με διπλωματική καριέρα! Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, η Χούντα αφαίρεσε από τον Σεφέρη τον τίτλο του πρέσβεως επί τιμή και το δικαίωμα χρήσης του διπλωματικού διαβατηρίου του.

Μπροστά στη διεθνή κατακραυγή θα δικαιολογήσει την πράξη της λέγοντας πως η δήλωση του Σεφέρη μεταδόθηκε από τη ραδιοφωνία της Σοβιετικής Ένωσης και άρα συνιστά… αντεθνική προπαγάνδα. Στον χορό θα μπει και ο φιλικός της Τύπος, που θα γράψει ότι ο Σεφέρης «πούλησε την Κύπρο για να πάρει το Νόμπελ», ενώ θα τον χαρακτηρίσει κρυφοκομμουνιστή και μίσθαρνο όργανο ξένων κυβερνήσεων.

«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ώς τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτοια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.

Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα: Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.

Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου είταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.

Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.

Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω».

Ο θάνατος και η κηδεία που μετατράπηκε σε διαδήλωση
Τελικά, ο Γιώργος Σεφέρης άφησε την τελευταία του πνοή πριν προλάβει να δει ξανά την Ελλάδα, που τόσο αγάπησε, ελεύθερη και χωρίς τις αλυσίδες που της είχε φορέσει η χούντα των συνταγματαρχών.

Στις αρχές Αυγούστου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης είχε εισαχθεί στον Ευαγγελισμό και εγχειρίστηκε στον δωδεκαδάκτυλο. Πέθανε από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου του 1971.

«Στενός συνεργάτης του Γιώργου Σεφέρη, ζητώ να μου παρασχεθή άδεια διαρκείας 24 ωρών, όπως δυνηθώ να παραστώ στην κηδεία του» έγραφε σε τηλεγράφημά του, ο αυτοεξόριστος στο Παρίσι, Μίκης Θεοδωράκης. Φυσικά και δεν του δόθηκε άδεια από το στρατιωτικό καθεστώς.

Η κηδεία του, δύο ημέρες αργότερα, ήταν πάνδημη και είχε ξεκάθαρο αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το Α’ Νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταμάτησε την κυκλοφορία και άρχισε να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους του Σεφέρη «Άρνηση» («Στο περιγιάλι το κρυφό», όπως είναι πιο γνωστό).

«Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών που κατευόδωσαν τον Ποιητή στο μεγάλο του ταξίδι ήταν νέοι, κυρίως φοιτηταί του Πανεπιστημίου, σπουδασταί άλλων Ανωτάτων Σχολών, αλλά και εργαζόμενοι νέοι.

» Οι νέοι έσπευσαν να σηκώσουν το νεκρό στα χέρια τους, στο Νεκροταφείο, οι νέοι έφεραν τα πολυάριθμα στεφάνια, οι νέοι άρχισαν να τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο, το μελοποιημένο από το Μίκη Θεοδωράκη ποίημα του Σεφέρη ”Άρνηση” και το κρητικό δημοτικό τραγούδι ”Πότε θα κάνη ξαστεριά”.

» Οι νέοι άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα. Οι νέοι ήταν εκείνοι που κατέκλυσαν από πολύ νωρίς το Ναό» έγραφε η εφημερίδα «Τα Νέα» στο ρεπορτάζ της, την επόμενη ημέρα. 

Υπολογίζεται πως πάνω από 3000 άνθρωποι βρέθηκαν στην κηδεία του Σεφέρη. Χιλιάδες νέοι άνθρωποι που διαδήλωσαν δίπλα σε έναν νεκρό ποιητή. Όπως είχε γίνει και το 1943 στην Αθήνα, όταν και τότε χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν το πάθος τους για ελευθερία, δίπλα σε έναν άλλο νεκρό ποιητή: Τον Κωστή Παλαμά.

Όπως το 1943 οι Ναζί, έτσι και το 1971 οι χουντικοί και τα όργανά τους, τρόμαξαν μπροστά στη λαϊκή οργή και προτίμησαν να αφήσουν να εξελιχθεί η κηδεία – διαδήλωση παρά να επέμβουν και να προκαλέσουν αιματοκύλισμα.