Από τον Στέφανο Κ. Αρταβάνη
Πέρυσι ασχολήθηκα ίσως όσο κανείς άλλος σινεφίλ με την «Μπαλάντα..» του Οικονομίδη. Θεωρώ πως τίποτα δεν είναι τυχαίο στη ζωή και η στενή μου σχέση με την ταινία είχε ξεκινήσει δύο χρόνια νωρίτερα που είχα παρευρεθεί σε κάποιες πρόβες της. Μοιραία η συνάντηση πάλι μαζί της, την είδα 7 φορές, σε πόσες διαφορετικές αίθουσες και σπιτίσια setting, έγραψα αφιέρωμα για την πορεία της και γνώρισα προσωπικά τους περισσότερους συντελεστές. Καθώς εξελίχθηκα πάνω στην πορεία της ταινίας και μ’ αυτήν να φτάνει προς το τέλος της με επικείμενη κάποια ψηφιακή κυκλοφορία, δεν βρίσκω καλύτερο τρόπο για να ολοκληρώσω τη συμπόρευση μου από αυτήν την κριτική αλλά και μια συνέντευξη, στη νέα μας στέγη του Art In Vivo.

...γνήσιοι ήρωες του Οικονομίδη καθοδηγούμενοι απ’ τα πάθη τους...
H ταινία ακολουθεί το ζεύγος Σκυλογιάννη, Ηρακλή (Γιάννης Τσορτέκης) και Όλγα (Βίκυ Παπαδοπούλου) καθώς η δεύτερη αποφασίζει να παρατήσει τον πρώτο για τον σκυλά εραστή της Μάνο (Βασίλης Μπισμπίκης). Μαζί της όμως θα πάρει και ένα εκατομμύριο. Στο αδιέξοδο των γιών τους θα πάρουν το τιμόνι οι μανάδες τους (Βασιλική Καλλιμάνη, Σοφία Κούνια) και το φονικό παιχνίδι που ξεκινάει βαλβίδα αποσυμπίεσης για μια επαρχιακή κοινωνία που βράζει χωρίς να το ξέρει και σκάει. Στο λαβύρινθο του χρήματος και του παράνομου έρωτα θα εμφανιστούν όλοι οι καλοθελητές, γνήσιοι ήρωες του Οικονομίδη καθοδηγούμενοι απ’ τα πάθη τους. Η ματιά του σκηνοθέτη κοιτάει για πρώτη φορά τον καημό απ’ τα μεράκια της ελληνικής ψυχής, πάντα με πυξίδα τις παθογένειες αλλά και για πρώτη φορά με αγάπη και κατανόηση πράγμα που κάνει την ταινία την πιο διασκεδαστική, την πιο αστεία του, βαθιά ψυχογραφική και ανθρώπινη χωρίς να υστερεί στην καλοκουρδισμένη πλοκή.
...μια κωμωδία μέσα σε ένα noir
με πρώτη ύλη την ίδια την ελληνική κοινωνία και ψυχοσύνθεση...
Ο Οικονομίδης όπως σε κάθε ταινία του, εξελίσσεται σκηνοθετικά και τώρα. Δοκιμάζει νέα πράγματα και στην κάλυψη με περισσότερα πλάνα που επηρεάζει και το μοντάζ αλλά και στην πρόζα του, η οποία έχει λιγότερες επαναλήψεις και αρκετά πιο πλούσιο λεξιλόγιο. Φυσικά αυτά δεν αλλάζουν άρδην το στυλ του Οικονομίδη αλλά το εξελίσσουν δημιουργώντας έναν πιο σύνθετο και πολύπλευρο τόνο. Άλλωστε και από κινηματογραφικά είδη η ταινία αποτελεί μια κωμωδία μέσα σε ένα noir παίρνοντας σαν πρώτη ύλη την ίδια την ελληνική κοινωνία και ψυχοσύνθεση. Ο Οικονομίδης θέλει να πετύχει περισσότερα από ποτέ από μία μόνο ταινία, οπότε κάνει και τα περισσότερα. Η ταινία σεναριακά και σκηνοθετικά είναι επιστέγασμα για την εμπειρία που έχει μαζέψει ο δημιουργός από μια ολόκληρη καριέρα.

Έτσι με την οπτική στην ψυχή του Έλληνα που διαλέγει αυτή τη φορά ο Οικονομίδης καταφέρνει να μας συναρπάσει μέσα απ’ την αγωνία της πλοκής και την παρακολούθηση του μυστηρίου, να εκτιμήσουμε τα καλύτερα στοιχεία μας τα οποία μας οδηγούν στις πιο ακραίες πράξεις, καψούρα, ελληνίδα μάνα, ηδονισμός, το κυνήγι της ικανοποίησης από χρήματα, ουσίες, λαγνεία. Με την ρομαντική αυτή πλευρά του σύγχρονου έλληνα κολασμένου για πρώτη φορά προσανατολίζεται προς την κωμωδία, επιδιώκει επιτέλους να μας κάνει να γελάσουμε στοχευόμενα κι όχι ακούσια και το πετυχαίνει και με το παραπάνω. Έχοντας δει την ταινία με πολλά διαφορετικά κοινά και συζητώντας την με ακόμα περισσότερο κόσμο μπορώ να πω ότι η εστίαση του καθενός αλλάζει ελαφρώς αλλά η ατμόσφαιρα είναι πάντα ανόθευτης διασκέδασης με το γέλιο να αντηχεί. Η πρωτοφανής ισορροπία που βρίσκει ο Οικονομίδης οδηγούν στην πιο άνετα απολαυστική ταινία της καριέρας του.
Στο καστ κάνει την εμφάνιση της όλη η οικογένεια των ηθοποιών του Οικονομίδη με μερικές νέες προσθήκες. Το ότι οι δύο μανάδες ξεχωρίζουν ενώ η Καλλιμάνη και η Κούνια δεν είναι ηθοποιοί επιβραβεύει για άλλη μια φορά τον σκηνοθέτη που επιμένει σε ερασιτέχνες και δείχνει το επίπεδο διεύθυνσης τους που έχει κατακτήσει. Βέβαια οι γνωστοί άγνωστοι και οι ερμηνείες δεν θα μας ενδιέφεραν χωρίς το κατάλληλο υλικό. Η ταινία πλησιάζει σε διάρκεια τις τρεις ώρες και ο Οικονομίδης χρησιμοποιεί με τον καλύτερο τρόπο αυτή τη διάρκεια δίνοντας στον κάθε χαρακτήρα μικρό ή μεγάλο, έστω και μέσα από λίγες σκηνές, ένα κάποιο backstory και μία ξεκάθαρη υπόσταση για το κοινό. Κάθε ένας και μια τρύπια καρδιά που θα συγκρουστεί στη noir καταιγίδα πρώτη φορά μπολιασμένο από τόσο αποτελεσματικές ατάκες για τους λόγους που προανέφερα. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό διαμάντι της συνολικής μεθοδολογίας της ταινίας να είναι η εμφάνιση του Βαγγέλη Μουρίκη σε ελάχιστες σκηνές αλλά μία εξ’ αυτών να υπογραμμίζει τον θεματικό πυρήνα της ταινίας με τον πιο ταιριαστό και όμορφο τρόπο.

Η Μπαλάντα είναι μια ταινία που μένει. Ναι, σίγουρα, κάθε ταινία του Οικονομίδη είναι cult διαμαντάκι του αλλά δεν είναι για όλες τις ώρες. Η Μπαλάντα είναι η ταινία που θα βάλεις όταν θα έχεις καλέσει δυο φίλους για χαλαρή βραδιά με πίτσες και μπύρες. Είναι διασκεδαστική, συναρπαστική και έχει μεγάλο θεματικό βάθος. Είναι μια ταινία που θα απολαμβάνουμε για χρόνια ακόμα, ίσως ένα κλείσιμο περιόδου στην καριέρα του τελευταίου μας ελληνικού auteur επειδή επί της ουσίας σηματοδοτεί την έναρξης μίας καινούργιας.