Ιστορίες μιας Αναπληρώτριας μέρος Ζ’

Ένα από τα θετικά του να υπηρετείς σε νησί είναι πως μπορείς  να κάνεις διακοπές διαρκείας! Το σαββατοκύριακο πριν του Αγίου Πνεύματος το περίμενα πώς και πώς. Μετά από τρεις μήνες θα έβλεπα τις κολλητές μου, την Δέσποινα ή Ντέπυ, όπως την αποκαλούσα μερικές φορές και, την Ολυμπία, οι οποίες είχαν πάρει μετά κόπων και βασάνων άδεια από τις δουλειές τους και θα με επισκέπτονταν. Ήμασταν κολλητές από το Λύκειο. Ήταν οι μοναδικές με τις οποίες είχα κρατήσει τόσα χρόνια επαφή και πολύ σωστά είχα πράξει, γιατί χωρίς αυτές η ζωή στη νεκρόπολη θα ήταν απάλευτη.  

Την Παρασκευή κοίταζα συνεχώς το ρολόι. Δεν είχαν μείνει πολλά παιδιά στο ολοήμερο. Παιχνίδι, φαγητό, χαλάρωση και μετά κατασκευή πειρατικού καραβιού. Η θεματική μας τις τελευταίες εβδομάδες ήταν η θάλασσα˙ τα πλάσματα της, οι κρυμμένοι θησαυροί, οι πειρατές και οι γοργόνες. Η ώρα δεν περνούσε με τίποτα, ήταν ανήσυχα και τα παιδιά, δεν είχα κοιμηθεί και καλά το προηγούμενο βράδυ, με λίγα λόγια δεν είχα και πολλή όρεξη. Τα κορίτσια θα έφταναν αργά το βράδυ, είναι βλέπετε μεγάλη η απόσταση Κοζάνη-Χαλκίδα, οπότε ήλπιζα να μου είχε περάσει μέχρι τότε. Μόλις πήγε τέσσερις ξεπροβόδισα άρον άρον τα προνηπιάκια μου, κλείδωσα το σχολείο και άρχισα να κατεβαίνω τον λόφο του Αγίου Κωνσταντίνου σχεδόν τρέχοντας.

Το τελευταίο διάστημα η ζέστη ήταν αφόρητη. Το ερκοντίσιον δούλευε συνεχόμενα μήπως και κατάφερνε να επιφέρει στον χώρο την επιθυμητή θερμοκρασία, εκείνη δηλαδή που θα ήταν κατάλληλη και για πολική αρκούδα. 36° έδειχνε το θερμόμετρο από ώρα. Μπήκα στο σπίτι, χαιρέτησα την Δήμητρα, την αδερφή μου, που παιδευόταν από το πρωί με ένα μάθημα που διάβαζε για την εξεταστική και τις τηλεφώνησα για να δω που είναι. Μετρούσα ώρες. Κατά τις εννιά, μετά από τρομερή αναμονή έφτασαν.

Για αρχή τις ξενάγησα στη Χαλκίδα. Επισκεφτήκαμε τον Γουναρόπουλο, το ζαχαροπλαστείο με το καλύτερο προφιτερόλ, το Κόκκινο σπίτι που έστεκε αγέρωχος φρουρός και το Stavento, το καφέ-μπαρ  που ήταν στέκι μου όσο καιρό ζούσα εδώ. Κατευθυνθήκαμε ως τις Αλυκές με την απέραντη παραλία και την Ερέτρια με τα γραφικά ταβερνάκια πλάι στο κύμα που όμως συναντούσε κανείς χλοοτάπητα, βρύα δηλαδή, στη θάλασσα. Κολυμπήσαμε στα καταγάλανα νερά, ήπιαμε τσίπουρο μέχρι τελικής πτώσης, δοκιμάσαμε cocktails τα οποία στην Κοζάνη ήταν άγνωστα. Πήγαμε για καφέ και στο Mostar το οποίο έβλεπε τον Εύριπο με τα τρελά νερά του, για φαγητό στο Σχολαρχείο και μετά στο Xenia, το μπαρ που βρισκόταν στο κάστρο του Καράμπαμπα , που είχε μια θέα ανεπανάληπτη.

Το τριήμερο πέρασε πολύ γρήγορα. Τα κορίτσια πήραν τον δρόμο του γυρισμού και εγώ άρχισα να προετοιμάζω το πρόγραμμα της τελευταίας εβδομάδας. Όσο και αν δεν το ήθελα σε μερικές μέρες θα έλεγα εις το επανιδείν,  σε μια πόλη που είχε χαραχτεί ανεξίτηλα στην καρδιά μου.