Ιστορίες μιας Αναπληρώτριας, μέρος Η’

Η στιγμή του αποχωρισμού είχε φτάσει. Το πρωί της Παρασκευής φόρεσα τα καλά μου, επιμελήθηκα με ιδιαίτερη προσοχή το μακιγιάζ μου και περίμενα με ένα σφίξιμο στο στομάχι το ταξί να έρθει να με παραλάβει˙ σιγά μην περπατούσα ως το νηπιαγωγείο με τόση ζέστη.

 Ένα μικρό πλήθος είχε από ώρα συγκεντρωθεί έξω από το σχολείο, περίμεναν βλέπετε και για τα αποδεικτικά του δημοτικού. Ξεκλείδωσα την εξώπορτα και μπήκα στην τάξη μου. Πάνω στην ώρα εμφανίστηκε και η προϊσταμένη. Είπαμε μερικά πράγματα και αρχίσαμε να υποδεχόμαστε τους μικρούς μας μαθητές, τους μαθητές που θα βλέπαμε ή μάλλον θα έβλεπα για τελευταία φορά.

 Σε κανονικές συνθήκες, αυτήν τη μέρα θα κάναμε γιορτή. Παιδικές φωνές θα κατέκλυζαν τον χώρο, γέλια θα αντηχούσαν μέχρι έξω στην αυλή, γονείς, παιδιά και εκπαιδευτικοί θα γινόμασταν μια παρέα. Λόγω ιού τα πράγματα ήταν πολύ αυστηρά˙ δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα από όλα αυτά. Λόγω ιού στερηθήκαμε αγκαλιές και χαμόγελα. Στερηθήκαμε στιγμές και τραγούδια. Στερηθήκαμε εκδηλώσεις και εκπλήξεις. Γίναμε όμως πιο δυνατοί, παραμείναμε υγιείς, μάθαμε ότι διαθέτουμε προσαρμοστικές ικανότητες, οι οποίες μέχρι πρότινος μας ήταν άγνωστες.

Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τους αποχαιρετισμούς. Δεν μου άρεσαν, γιατί σχεδόν πάντα απέπνεαν κάτι το οριστικό και με άφηναν με μάτια πρησμένα από το κλάμα.  «Κυρία θα μου λείψεις». «Κυρία θα με θυμάσαι τώρα που θα φύγεις; Γιατί εγώ δεν θα σε ξεχάσω ποτέ». «Κυρία είσαι η καλύτερη κυρία του κόσμου και σε αγαπώ πολύ». Με βλέμμα θολό,  τα πρώτα δάκρυα είχαν κάνει την εμφάνιση τους και με δυσκολία τα συγκρατούσα και με βραχνή φωνή απαντούσα όπως μπορούσα στα παιδάκια μου. Όταν είχα έρθει τον Μάρτιο, δεν φανταζόμουν  ότι θα δενόμουν τόσο πολύ, ότι αυτό το αντίο θα ήταν τόσο επίπονο, τόσο οδυνηρό λες και αποχαιρετούσα ένα αγαπημένο πρόσωπο. Άσχετα που τώρα αποχαιρετούσα δεκαπέντε.

 Όταν έφυγαν όλοι και έμεινα μόνη μου στην τάξη, διάφορες εικόνες από την καθημερινότητα μας άρχισαν να παίζουν στο μυαλό μου. Τα γενέθλια της Αθηνάς όπου ο Δημήτρης έπεσε με τα μούτρα στην τούρτα, ο διαγωνισμός ζωγραφικής του καλύτερου ανανά, εκείνος ο πύργος που ολημερίς τον έχτιζαν και πάντα κάποιος τον γκρέμιζε. Τα ανέκδοτα, τα παιχνίδια, οι φωνές. Η μάχη για τη μεσημεριανή ξεκούραση, οι πλαστελίνες που κολλούσαν στα μαλλιά και δεν έφευγαν με τίποτα, τα σημάδια από τέμπερες στους τοίχους.  Κοίταξα για μια τελευταία φορά τον χώρο˙ τα τραπεζάκια που αφήναμε τις κατασκευές μας να στεγνώσουν, η βιβλιοθήκη που ήταν σύμμαχος μας όσο καιρό λειτουργούσαμε δια ζώσης, τα παράθυρα που μας επέτρεπαν να θαυμάζουμε το απέραντο γαλάζιο που ήταν μόλις λίγα μέτρα μακριά. Έτσι θα κρατούσα για πάντα στον νου μου όλα όσα έζησα εδώ. Κλείδωσα, παρέδωσα τα κλειδιά και βγήκα στο προαύλιο στο οποίο θα μπορούσα να πλαντάξω ανενόχλητη.

Την επόμενη εβδομάδα θα γυρνούσα στη νεκρόπολη. Τακτοποίησα από νωρίς τις εκκρεμότητες μου , για να μην έχω τίποτα να με αποσπάει από τις τελευταίες μου μέρες σε τούτο το νησί. Επισκεπτόμουν διαρκώς και άλλο καφέ, περιπλανιόμουν και σε άλλο άγνωστο μονοπάτι, δοκίμαζα και διαφορετικό cocktail για να μη λησμονήσω τη γεύση αυτού του καλοκαιριού. Πήγαινα στο Stavento, περπατούσα στην Αρεθούσης, επισκεπτόμουν τον Γουναρόπουλο και πάντα κατέληγα σε εκείνο το παγκάκι, το παγκάκι που είχε ακούσει όλους τους φόβους, τις σκέψεις και τις αγωνίες μου.

 Οι μέρες πέρασαν πολύ γρήγορα. Είχε έρθει η ώρα να ετοιμάσω βαλίτσες. Σε πέντε κούτες ασφυκτικά γεμάτες, έκλεισα τη ζωή που είχα χτίσει από το μηδέν. Ξεκόλλησα από τους τοίχους τις δεκάδες ζωγραφιές που μου είχαν χαρίσει τα μικρούλια μου, πήρα ανά χείρας τα δώρα που είχα προμηθευτεί για γνωστούς και φίλους και έκλεισα ορμητικά την πόρτα. Δεν κοίταξα πίσω μου, όχι, δεν ήμουν έτοιμη για αυτό. Μπήκα στο ταξί με κατεύθυνση τον ΟΣΕ. Το τρένο θα αναχωρούσε σε μισή ώρα. Βολεύτηκα στη θέση μου, έβγαλα χαρτί και μολύβι και άρχισα να γράφω αυτήν την ιστορία. Την τελευταία -για φέτος- ιστορία μιας αναπληρώτριας.