Η ψηφιακή εποχή παρουσιάζεται συχνά ως χρυσός αιώνας της νεανικής δημιουργικότητας: οποιοσδήποτε με σύνδεση στο διαδίκτυο και ένα έξυπνο κινητό μπορεί σήμερα να γίνει «δημιουργός», να κυκλοφορήσει έργο, να βρει κοινό. Αυτή η αφήγηση έχει μια αλήθεια — αλλά και πολλές παραλήψεις που απαιτούν καίρια, άκρως κριτική ανάλυση. Στο παρόν κείμενο επιχειρούμε να διασπάσουμε τον μύθο του «δημιουργικού παραδείσου» και να φωτίσουμε τις αθέατες πλευρές του: τις επιπτώσεις στην αισθητική, την εργασία, την υποκειμενικότητα και την κοινωνία.
Πρώτον, τα θετικά. Η ψηφιακή τεχνολογία έχει χωρίς αμφιβολία διευκολύνει την πρόσβαση σε εργαλεία παραγωγής και σε μορφές διάχυσης. Πλατφόρμες, εφαρμογές και ανοιχτά επιμελημένα δίκτυα έχουν σπάσει ιστορικά μονοπώλια — εκδότες, δισκογραφικές, μουσεία — και έχουν ανοίξει παράθυρα σε φωνές που παλαιότερα αποκλείονταν. Η δυνατότητα διαχείρισης πολυμέσων, η άμεση ανάδραση από κοινό και ο οριζόντιος χαρακτήρας της δικτύωσης ευνοούν τον πειραματισμό, την διεπιστημονικότητα και τις συνεργασίες. Επιπλέον, για πολλούς νέους δημιουργούς η ψηφιακή παρουσία αποτελεί το πρώτο βήμα προς επαγγελματική αναγνώριση — ένα βιογραφικό, ένα demo, ένα portfolio τοποθετημένο στον παγκόσμιο χώρο.
Ωστόσο, αυτά τα προτερήματα συνοδεύονται από δομικές και ηθικές παγίδες που συχνά παραβλέπονται. Η πιο αφελής εξύμνηση της «δημοκρατίας» των πλατφορμών αγνοεί ότι η δημοκρατία αυτή είναι μετρημένη σε προβολές, likes και engagement — μετρήσεις που καθορίζονται από αλγορίθμους και ιδιωτικά συμφέροντα. Ο αλγόριθμος δεν είναι ουδέτερος: προωθεί την επαναληψιμότητα, την προβολιμότητα, την εύκολη κατανάλωση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ομογενοποίηση του αισθητικού πεδίου: φορμαλιστικές συνταγές που «δουλεύουν» στην πλατφόρμα γίνονται πρότυπα, ενώ τα μικρά, επίμονα, αργά έργα που απαιτούν χρόνο προσοχής παραγκωνίζονται. Η νεανική πρωτοβουλία, δηλαδή, εξωθείται προς την τυποποίηση προκειμένου να επιβιώσει εντός της οικονομίας της προσοχής.
Η «ταχύτητα» ως αξία — να παράγεις γρήγορα, να ανεβάζεις άμεσα — επιβάλλει έναν νέο τεχνολογικό φορμαλισμό. Η τέχνη μετατρέπεται εν μέρει σε περιεχόμενο: στιγμιότυπα, κλιπ, hooks. Ο χρόνος του στοχασμού και της ωρίμανσης υπονομεύεται. Όταν η επιτυχία μετριέται ημερήσια, η ποιότητα γίνεται συχνά θυσία της ταχύτητας. Η νεολαία μαθαίνει να συγγράφει όχι για να σμιλεύσει νόημα αλλά για να «κερδίσει λεπτά» προβολής. Αυτό δεν είναι απλώς αισθητικό πρόβλημα: είναι πολιτισμική φθορά.
Συνδεδεμένο με αυτό είναι το ζήτημα της εργασίας. Η ψηφιακή δημιουργικότητα παρουσιάζεται ως αυτονομία αλλά πολύ συχνά καταλήγει σε μορφή επισφαλούς εργασίας: ανεξάρτητοι «δημιουργοί» που εργάζονται χωρίς σταθερό εισόδημα, δίχως κοινωνικές παροχές, υπό συνεχή πίεση παραγωγής. Οι πλατφόρμες δεν προσφέρουν αμοιβές που αντανακλούν την πραγματική αξία του έργου· αντιθέτως, επενδύουν σε οικονομικά μοντέλα που επιδοτούνται από διαφημίσεις και μικρο-συναλλαγές. Η νεολαία που οραματίστηκε την ελευθερία του αυτο-εκδότη βρίσκεται εντέλει παγιδευμένη σε μια οικονομία μικρο-αμοιβών και ανασφάλειας.
Υπάρχει, επίσης, η ηθική διάσταση της έκθεσης και της εξωτερίκευσης. Οι νέοι δημιουργοί εκτίθενται με όρους που παλαιότερα ήταν αδιανόητοι: αδιάκοπη αυτοπροβολή, προσωπική αφήγηση ως προϊόν, αξιοποίηση της ιδιωτικής ζωής για το engagement. Η performative identity — η ανάγκη να φαίνεσαι δημιουργικός — γίνεται συχνά αυτοσκοπός. Η ψυχική υγεία επηρεάζεται: άγχος, κατάθλιψη, εξάντληση και αίσθηση ματαιότητας. Η δημιουργικότητα κινδυνεύει να εκφυλιστεί σε αυτοαναφορικό σόου, όπου η αυθεντικότητα υποκαθίσταται από την επιτήδευση.
Ακόμη: ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας και πολιτισμικής αφαίρεσης. Η ευκολία αντιγραφής και remix δημιουργεί πλούσιες παραδόσεις αναπαραγωγής αλλά και αυξημένες συγκρούσεις για τα δικαιώματα. Πότε ένα remix είναι τιμητική αναφορά και πότε κλοπή; Ποιός κερδίζει όταν ένα viral κομμάτι βασίζεται σε δουλειά ενός ανενόχλητου δημιουργού; Η νομική υποδομή αδυνατεί να προσαρμοστεί στον καιρό της ψηφιακής ρευστότητας, αφήνοντας νέους δημιουργούς ευάλωτους.
Τέλος, υπάρχει το πολιτισμικό πεδίο: οι πλατφόρμες τείνουν να δημιουργούν echo chambers και αλγοριθμικές φυλακές προτίμησης. Η έκθεση σε ποικιλία μειώνεται — η νεολαία βλέπει ό,τι της προτείνεται και αυτό διαμορφώνει αισθητικές προσδοκίες και πολιτισμικές προτιμήσεις. Η διαφοροποίηση, το ρίσκο, η αντισυμβατικότητα υπονομεύονται.
Και όμως, δεν έχουμε εξαντλητικά καταδικάσει τη ψηφιακή δημιουργικότητα· αντίθετα, απαιτείται μια ρεαλιστική στρατηγική διόρθωσης. Πρώτον, εκπαιδευτικά προγράμματα που διδάσκουν όχι μόνο τεχνική αλλά κριτική εγγράμματη συμπεριφορά, επιχειρηματικότητα με δικαιώματα και ψηφιακή ηθική. Δεύτερον, δημόσιες χρηματοδοτήσεις και θεσμικά εργαλεία που υποστηρίζουν «βραδέως» έργα, residencies και χώρους όπου ο χρόνος δεν τιμωρείται. Τρίτον, νομοθετικές παρεμβάσεις που προστατεύουν πνευματικά δικαιώματα και διασφαλίζουν δίκαιη αμοιβή σε πλατφόρμες. Τέταρτον, κοινοτικές πλατφόρμες που δεν λειτουργούν αποκλειστικά με βάση το engagement, αλλά με κριτήρια ποιότητας και επιμέλειας.
Συμπερασματικά, η ψηφιακή εποχή έδωσε στη νεολαία εργαλεία και ευκαιρίες που πριν δεν υπήρχαν· αλλά τα εργαλεία αυτά ενσωματώνουν λογικές αγοράς και τεχνολογικής ορθοφροσύνης που αλλοιώνουν την ουσία της δημιουργίας. Η πρόκληση του παρόντος είναι να ξεφύγουμε από τη στείρα αντίθεσή «παραδοσιακό — ψηφιακό» και να απαιτήσουμε δομές που προστατεύουν τον χρόνο, την αξιοπρέπεια και την αισθητική ελευθερία του νέου δημιουργού. Μόνον έτσι θα μεταμορφωθεί το διαδίκτυο από αγοραίο παζάρι σε γόνιμο έδαφος για βαθιά, τολμηρή και ελεύθερη νεανική δημιουργικότητα.