Ελάχιστα για τα ‘Λαϊκά Μανιφέστα’, του Λώρενς Φερλινγκέτι, του Μιχάλη Κατσιγιάννη

Λώρενς Φερλινγκέτι.[1] Ένας ποιητής – πιθανόν – πλήρως αγνοημένος από την ελληνική κριτική, όπως αρκετοί από τους αντίστοιχους ομότεχνούς του, που μαζί τους συγκαταλέγεται σ’ αυτό που θα ονομάζαμε Ποίηση και όχι ποίηση. Συγκρουσιακή κατεύθυνση, ανανεωτική απεύθυνση, πειραματική διάθεση, κυκλοθυμική παρατήρηση και κριτική, μετασχηματιστική γραφή όλα αυτά αποτελούν ορισμένα από τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά της υβριδικής ποιητικής του μεγάλου beat ποιητή.[2]

Η ποίηση του Φερλινγκέτι διακρίνεται από μια εσωτερικότητα, είναι ένα διάγραμμα αναζήτησης, μια χαραγμένη πορεία ανίχνευσης των είναι που συναντά και στοχάζεται. Ωστόσο, αυτή η εσωτερικότητα συμβαδίζει με την εξωστρέφεια, δεν εγκλωβίζεται στο ατομικό και την εγωπάθεια, αλλά είναι εστιασμένη στο συλλογικό και την εξωτερικότητα του κόσμου: «η μοντέρνα ποίηση είναι πεζή/μα λέει πολλά».

Ο Φερλινγκέτι δεν ήταν απλώς ένας ονειροπόλος γραφιάς, ένας ενορατικός flâneur, ένας ελπιδοφόρος της ρήξης, ένας πολυσύνθετος κόσμος. Απεναντίας, στον Φερλινγκέτι βρίσκει κανείς κάτι πολύ πιο ουσιαστικό (τόσο για την ποιητική τέχνη όσο και για την ίδια τη ζωή). Δεν έδωσε όραμα στην ποίηση, αλλά ποίηση στο όραμα. Κατέδειξε με έναν πολύ εύσχημο και ιδιαίτερο τρόπο το πιο συγκρουσιακό ίσως αίτημα: την ποιητικοποίηση της ζωής (μας). Ο Φερλινγκέτι εργάστηκε για την αποδοχή της αντίληψης ότι η ποίηση δεν είναι μια εργαστηριακή διαδικασία και λειτουργία, μια μυστική και ελιτίστικη τελετουργία – ενδεχομένως ούτε καν τελετουργία. Η σύνδεση της ποίησης με τη ζωή δεν είναι παρά η επανασύσταση της τελευταίας με τρόπο φυσικό, απλό και κατά μία έννοια λογικό:

Δεν είναι ώρα να κρύβεται ο καλλιτέχνης

πάνω, πέρα, πίσω απ’ τις σκηνές,

αδιάφορος, μασουλώντας τα νύχια του,

καθοριζόμενος από το υπαρκτό.

Δεν είναι ώρα για τα μικρά φιλολογικά παιχνίδια μας,

ούτε για παράνοιες και υποχονδρίες,

για φόβους κι απαλλαγές.

Ώρα για αγάπη και φως είναι τώρα.

Έχουμε δει τα μεγαλύτερα κεφάλια της γενιάς μας

τσακισμένα από τη βαρεμάρα σε ποιητικές εκδηλώσεις.

Η ποίηση δεν είναι μια κρυφή κοινωνία ούτε εκκλησία.

Λέξεις κρυφές και ψαλμοί ας μένουν πια (σελ. 12)

Ποιητής όχι του λαού αλλά λαϊκός ποιητής, ο Φερλινγκέτι μετασχηματίζει την κατεστημένη οπτική για την ποίηση, αρθρώνει έναν αποδομητικό αντίλογο στην παρακμή που μαστίζει την εν λόγω τέχνη – κάτι που εξακολουθεί να συμβαίνει και στις μέρες μας. Για τον Φερλινγκέτι η ποίηση δεν είναι μόνο ό,τι παράγει ο ποιητής, αλλά και ο ίδιος ο ποιητής. Υπό αυτή την έννοια, εντοπίζεται στον Φερλινγκέτι η ανάγκη, η ελπίδα, αλλά και η αδιάκοπη προσπάθεια για τόνωση της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ της ζωής και της ποίησης. Η ποίηση δεν είναι κατοχή και εφησυχασμός αλλά ένταση, αλληλεπίδραση και κίνηση, η γραφή δεν είναι στασίδι και ύπνωση αλλά διακίνηση και συνομιλία, ο λόγος δεν είναι ησυχαστήριο και πολύ περισσότερο νεκροταφεία αλλά ανανεωτικός θόρυβος και εξέγερση:

Ποιητές, κατεβείτε

για άλλη μια φορά στο δρόμο του κόσμου

κι ανοίξτε μάτια και μυαλά

με την παλιά οραματική έκλαμψη,

καθαρίστε το λαρύγγι σας και βγάλτε –

η ποίηση είναι νεκρή – μια αχανή, ζωντανή ποίηση

με φοβερά μάτια και βουβαλίσια δύναμη.

Μην περιμένετε την επανάσταση

ή μήπως θα γίνει δίχως εσάς.

Πάψτε να μουρμουρίζετε και μιλήστε

με μια ορθάνοιχτη ποίηση,

μ’ ένα “δημόσιο πρόσωπο”,

σε άλλα υποκειμενικά επίπεδα

ή άλλα ανατρεπτικά επίπεδα

κι έναν χρονομέτρη στο εσωτερικό αυτί

να χτυπά κάτω από το πρόσωπο.

Γι’ αυτόν το γλυκό σας εαυτό μονάχα τραγουδήστε,

αρθρώστε ακόμη το Λαϊκό Κόσμο –

Ποίηση: ο κοινός φορέας

για την προώθηση του λαού

σε τόπους υψηλότερους

απ’ αυτούς που κατορθώνει οποιοδήποτε άλλο μέσο (σελ. 13-14).

Αυτό που ελκύει τον αναγνώστη και αυτό που τον απωθεί στην ποιητική του Λώρενς Φερλινγκέτι είναι κοινό: είναι ο τρόπος που εννοεί την ποίηση. Η  ποίηση όχι ως μαγεία αλλά ως (πρωτοποριακή) δράση, όχι ως ιεραρχικό σύστημα εξουσίας αλλά ως ένα πεδίο ανοικτό, όχι ως ομάδα επίλεκτων και εκλεκτών αλλά ως συνήθειες, ερεθίσματα και αντιπαραθέσεις, όχι ως μηχανή καθολικοποίησης νοημάτων και ομοιογενοποίησης επιτελεστικοτήτων αλλά ως ένα χώρος διαφοράς, ως ένα μείγμα συγκρούσεων το αποτέλεσμα των οποίων δίνει πνοή και – ρεαλιστική – κίνηση στη σκέψη και την πράξη (αν όντως υφίσταται τούτος ο διαχωρισμός).

 

Βιογραφικό σημείωμα αρθρογράφου:

Ο Μιχάλης Κατσιγιάννης γεννήθηκε το 1997 στην Πάτρα όπου και ζει. Κείμενά του για τη λογοτεχνία (θεωρία και κριτική) και την εκπαίδευση κυκλοφορούν σε διάφορα περιοδικά. Έχει εκδώσει (ως ψηφιακά βιβλία) τις ποιητικές συλλογές «μετα-ελεγείες» (Εξιτήριον, 2025), «βλέμματα» (Εξιτήριον, 2025) και «επ’ αυτού» (Ανεξάρτητες Εκδόσεις Γλαρόλυκοι, 2025) και τη μελέτη «Γιάννης Λειβαδάς: ο επιπλέων λόγος» (Εξιτήριον, 2025). Όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο

[1] Η έκδοση που ακολουθεί το κείμενο είναι η εξής: Φερλινγκέτι, Λ. (1988). Λαϊκά Μανιφέστα (Γ. Μπλάνας, Μτφρ.). Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος.

[2] Αν και ο ίδιος αρνήθηκε κάποτε αυτόν τον χαρακτηρισμό (βλ. Φερλινγκέτι, 1988: 41-46).