Stranger Things: Η γλυκόπικρη νοσταλγία που φοβόμαστε μήπως στο τέλος μας… προδώσει.

Το Stranger Things είναι σαν εκείνη την παλιά VHS κασέτα που κρατάς ακόμη σε ένα συρτάρι: έχει θαμπώσει, έχει χαρακιές, αλλά πατάς play γιατί μέσα της υπάρχει κάτι δικό σου, κάτι που σε γυρίζει πίσω σε μια εποχή που όλα—ή τουλάχιστον έτσι τα θυμάσαι—ήταν πιο μαγικά. Η σειρά των Duffer Brothers πέτυχε κάτι σπάνιο: να ξυπνήσει συλλογική νοσταλγία για τα ’80s ακόμη και σε όσους δεν τα έζησαν. Ωστόσο, όσο βαθιά κι αν αγαπά κανείς αυτή την αισθητική, δεν μπορεί να παραβλέψει πως το εγχείρημα δημιουργίας έχει αρχίσει να τρίζει.

Στις πρώτες σεζόν, η σειρά ήταν φρέσκια, σφιχτοδεμένη, γεμάτη αγωνία και καρδιά. Μια ειλικρινής ωδή στον Στίβεν Κινγκ, στον Σπίλμπεργκ, στο Ε.Τ., στα παιδικά ποδήλατα και στις παρέες που έμοιαζαν πιο σημαντικές από τον κόσμο ολόκληρο. Κι όμως, κάπου ανάμεσα στα τέρατα του Upside Down και στους υπερτροφικούς συναισθηματισμούς, η μαγεία άρχισε να σπάει. Η αφήγηση συχνά πλατειάζει, οι χαρακτήρες διασκορπίζονται χωρίς ουσιαστική ανάπτυξη και οι κλιμακώσεις—πανέμορφες οπτικά—μοιάζουν περισσότερο με συναισθηματικό χειρισμό παρά με οργανική εξέλιξη της ιστορίας.

Και παρ’ όλα αυτά… δεν μπορείς να την εγκαταλείψεις. Το Stranger Things σε κρατάει όπως σε κρατούσαν οι cult ταινίες των ’80s: όχι επειδή ήταν τέλειες, αλλά επειδή είχαν ψυχή. Το soundtrack, τα φωτεινά νέον, τα arcade, η αθωότητα που συγκρούεται με το μεταφυσικό—όλα αυτά δημιουργούν ένα περιβάλλον που δεν αντιγράφεται, μόνο βιώνεται. Το πρόβλημα είναι πως η σειρά δείχνει να βασίζεται τόσο πολύ στο συναίσθημα του θεατή, που ξεχνάει ενίοτε να το κερδίζει μέσω της αφήγησης.

Ίσως τελικά το Stranger Things να είναι το τέλειο παράδειγμα μιας εποχής που προσπαθεί να θυμηθεί τον εαυτό της μέσα από φαντάσματα, τέρατα και αναφορές. Μια σειρά που μας χάρισε μερικές από τις πιο εμβληματικές στιγμές της τηλεόρασης της τελευταίας δεκαετίας, αλλά που ταυτόχρονα μας υπενθυμίζει πως η νοσταλγία, αν δεν έχει κάτι νέο να πει, παύει να είναι γοητεία και γίνεται επανάληψη.

Σκληρή αλήθεια; Ίσως.
Αλλά όπως και στα ’80s, έτσι κι εδώ, η αγάπη για την ατέλεια είναι τελικά μέρος της γοητείας.