Κάθε ομάδα ανθρώπων, οποιαδήποτε ομάδα, αποτελεί έναν μικρόκοσμο εντός της κοινωνίας που συστήνεται και δραστηριοποιείται. Συνεπώς, τα σύνολα αυτά δεν είναι ξεκομμένα ούτε από την ευρύτερη κοινωνική τους προέλευση και θέση ούτε από τις επιταγές που είτε προωθούνται και εν τέλει επιβάλλονται είτε προωθούνται και μάχονται για ορατότητα και επικράτηση.
Όπως λοιπόν συμβαίνει με κάθε κοινωνική ομάδα, στην οποία συναθροίζονται άτομα και δημιουργούν ένα πλέγμα σχέσεων (με επίπεδα), έτσι και στις διάφορες λογοτεχνικές ομάδες, οργανώσεις, βάσεις, παρέες, φιλίες, δίκτυα κ.λπ. μπορεί κανείς να μελετήσει ολόκληρή την κοινωνική οργάνωση, την ηγεμονική πολιτική και τους πολιτισμικούς κώδικες και συμβάσεις που επικρατούν. Όμως, γιατί έχει αξία να μελετηθούν οι λογοτεχνικές σχέσεις (στη βάση ομάδων και ομαδοποιήσεων) και να ασκηθεί κριτική στους τρόπους δράσης τους;
Η γενίκευση είναι πάντα μια λανθασμένη πρακτική και στην όποια τοποθέτησή μας υπάρχει πάντα και το εμπειρικό στοιχείο. Ωστόσο, όλοι όσοι έχουν κάποια γνώση (ίσως και επιδερμική) για το σύνολο του λογοτεχνικού τοπίου, τότε μάλλον ξέρουν (είτε από πρώτο είτε από δεύτερο χέρι/αυτί) ότι δεν πρόκειται για έναν ήρεμο, αρμονικό, ειρηνικό, φιλικό αλλά και συμφιλιωμένο χώρο. Είναι ένας χώρος πλασματικά ανοικτός, στην πραγματικότητα ερμητικά κλειστός, περιχαρακωμένος. Μεγάλο κομμάτι των ανθρώπων που δραστηριοποιούνται εντός του (από διάφορους, ετερόκλητους τομείς, όπως για παράδειγμα, συγγραφείς, αναγνώστες, εκδότες βιβλίων και περιοδικών, κριτικοί, δημοσιογράφοι και άλλοι) ασχολούνται με τη λογοτεχνία στη βάση ενός προσωπικού καθήκοντος και επιτελώντας το όποιο εγχείρημά τους με τους ακόλουθους δύο (ιδεολογικοπολιτικούς) τρόπους.
Ο πρώτος τρόπος είναι άμεσος και σχετίζεται με τις (σε πρώτο πρόσωπο κυρίως) συνεργασίες, επαφές και συνομιλίες, μεταξύ ανθρώπων που δραστηριοποιούνται στον λογοτεχνικό χώρο (π.χ. μια συνεννόηση ενός εκδότη ή ενός κριτικού με έναν συγγραφέα). Για τον τρόπο αυτό, τα πράγματα είναι το ίδιο ιδεολογικοπολιτικά με τον δεύτερο τρόπο, αλλά πιο ωμα, πιο απροκάλυπτα, εξού και το γεγονός ότι χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της αμεσότητας.
Όπως σε κάθε χώρο, έτσι και στον λογοτεχνικό χώρο, υπάρχουν σχέσεις εξουσίας, με δυναμικές, μεταβολές, συγκρούσεις και (μη τελικές, δηλαδή προσωρινές) επικρατήσεις. Εντός του χώρου που μας ενδιαφέρει εδώ, υπάρχουν άτομα που κατέχουν θεσμικές θέσεις, απολαμβάνουν κύρος, έχουν αναγνωρισιμότητα, εν ολίγοις, έχουν εξουσία τόσο στον χώρο γενικά όσο και πάνω σε άλλους ανθρώπους που υπάρχουν σ’ αυτόν και δεν τους αποδίδονται τα ίδια κοινωνικοπολιτικά γνωρίσματα.
Πολύ συχνά, οι «ανώτεροι» αυτού του χώρου, έχουν γνώση της «ανωτερότητας» που τους χαρίζεται και δρουν στη βάση ανήθικων ηθικών νόμων. Η αλαζονεία, η υπεροψία, η κακοποιητική συμπεριφορά, η τοξικότητα, η ανέκκλητη προσβολή, η χυδαιότητα, η δογματική και ουσιοκρατική προσέγγιση και οι διάφοροι «λόγοι των ειδικών» οι οποίοι πιστεύουν ότι εξοβελίζουν όλους τους άλλους λόγους, τους θέτουν δικαίως στο περιθώριο και οι οποίοι νομίζουν ότι αρθρώνουν και διακινούν την μόνη «αλήθεια» με αψεγάδιαστη «αντικειμενικότητα» (αγνοώντας προφανώς το γεγονός ότι ο κόσμος υπάρχει και κινείται στη βάση της φυσικοποίησης, της κοινωνικής κατασκευής και της υποκειμενικότητας, διαμορφώνοντας «καθεστώτα αλήθειας»),[1] είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των «κουμανταδόρων», αλλά και των φερέλπιδων γι’ αυτόν τον σκοπό, του λογοτεχνικού τοπίου.
Αυτού του είδους οι άνθρωποι εκλαμβάνουν τον εαυτό τους ως νόμιμο κάτοχο της «λογοτεχνικής γης» και αντιλαμβάνονται τη δράση τους ως πολύτιμη και γενναιόδωρη. Είναι οι «ειδικοί», ενώ οι υπόλοιποι, οι ‘άλλοι’, είναι απλώς διερχόμενοι, επισκέπτες, περιστασιακοί καταθέτες, εφήμεροι διασκεδαστές και κομπάρσοι στη μεγάλη και σημαντική σκηνή τους. Έτσι, όποιος ζητά την ένταξή του, οφείλει να υποταχθεί και ν’ αφομοιωθεί πλήρως και μάλιστα γρήγορα και χωρίς πολλές παρεξηγήσεις. Να κάμψει όλες του τις αντιστάσεις και να μετατραπεί σε ενεργούμενο των διαθέσεων και των εντολών τους – αν θέλει να κάνει ανενόχλητος τα λογοτεχνικά του βήματα.
Ο δεύτερος τρόπος είναι έμμεσος και σχετίζεται με εξω-λογοτεχνικά κριτήρια και αφορά κυρίως στο πώς κρίνεται τι θα προωθηθεί, σε τι θα δοθεί ορατότητα, αναγνώριση και αξία. Εδώ, παρατηρείται το εξής φαινόμενο. Ομότεχνοι, κριτικοί και εκδότες βιβλίων και περιοδικών, επιλέγουν την ύλη τους με βάση τις προσωπικές σχέσεις, την ιδεολογικοπολιτική συμφωνία, αλλά και την εμπορική/επιχειρηματική πτυχή. Συνεπώς, έχουμε να κάνουμε με μια πρακτική λογοκρισίας που δεν σχετίζεται με την αισθητική διάσταση, με τη λογοτεχνία ως τέχνη, αλλά με τα παρελκόμενά της, δηλαδή την ισχυροποίηση (λυκο)φιλιών και την αύξηση του υλικού κέρδους.
Έρχομαι ξανά στο ερώτημα που έθεσα: Γιατί έχει αξία να μελετηθούν οι λογοτεχνικές σχέσεις (στη βάση ομάδων και ομαδοποιήσεων) και να ασκηθεί κριτική στους τρόπους δράσης τους; Παρά το γεγονός ότι απ’ όσα αναφέρθηκαν, νομίζω ότι έχει ήδη δοθεί μια απάντηση, θα επιχειρήσω ακόμη μία.
Τα πάντα είναι πολιτική. Όχι απαραίτητα με την καθιερωμένη έννοια, αλλά με την έννοια ότι το κάθε υποκείμενο επιτελεί ποικίλες πρακτικές οι οποίες δεν είναι ούτε ανεξάρτητες ούτε περιφερειακές από την ιδεολογική του βάση. Αντίθετα, πηγάζουν ευθέως απ’ αυτή και συνομιλούν, αναγκαστικά, μαζί της.
Επομένως, δεν υφίσταται η κατάσταση και θέση ενός απολίτικου, μη ιδεολογικού, ουδέτερου λόγου: κάθε λόγος κατασκευάζεται και κατασκευάζει σκόπιμα ιδεολογικά φορτισμένες «αλήθειες», οι οποίες, ανεξάρτητα από το τι λένε, βρίσκονται εντός του δυναμικού πεδίου των σχέσεων εξουσίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο (και λόγο), οι ανθρώπινες σχέσεις εντός του λογοτεχνικού τοπίου, οφείλουν να ιδωθούν και να αναλυθούν στη βάση μιας μάχης συμφερόντων, όπου κάθε υποκείμενο και κάθε πλευρά, εκπροσωπεί κι επιτελεί όχι μια καθολική, αναλλοίωτη «αλήθεια», αλλά μια άποψη για το πώς επιλέγει να εννοήσει και να αναπαραστήσει το κάθε τι.
Τέλος, θα ήθελα να πω το εξής. Μιλώντας κάθε φορά για τον χώρο της λογοτεχνίας, η ευχή και η ελπίδα μου είναι να εννοείται πάντα μόνο ‘Ο χώρος της λογοτεχνίας’, του Maurice Blanchot.
[1] Δεν είναι αυτό το αντικείμενο του συγκεκριμένου κειμένου. Ωστόσο, περισσότερα γι’ αυτό, βλ. τη σχετική βιβλιογραφία (Peter L. Berger & Thomas Luckmann, Michel Foucault, Judith Butler κ.λπ.)
***
Σύντομο βιογραφικό αρθρογράφου
Ο Μιχάλης Κατσιγιάννης γεννήθηκε το 1997 στην Πάτρα όπου και ζει. Κείμενά του για τη λογοτεχνία (θεωρία και κριτική) και την εκπαίδευση κυκλοφορούν σε διάφορα περιοδικά. Έχει εκδώσει (ως ψηφιακά βιβλία) τις ποιητικές συλλογές «μετα-ελεγείες» (Εξιτήριον, 2025), «βλέμματα» (Εξιτήριον, 2025) και «επ’ αυτού» (Ανεξάρτητες Εκδόσεις Γλαρόλυκοι, 2025) και τη μελέτη «Γιάννης Λειβαδάς: ο επιπλέων λόγος» (Εξιτήριον, 2025). Όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο.