Θα το πω με τον απλούστερο τρόπο. Η ταινία ήταν η πιο αναμενόμενη για εμένα αυτήν τη χρονιά. Από το πρώτο τρέιλερ ήξερα ότι αυτή η σύμπραξη του Ilya Naishuller, σκηνοθέτη του ασυγκράτητου Hardcore Henry (το οποίο είχα δει από καθαρή τύχη λόγω πρόσκλησης) και του ίδιου του Saul Goodman, Bob Odenkirk, θα ήταν κάτι ξεχωριστό, αν όχι σπουδαίο. Τελικά είναι και σπουδαίο. Με το Hardcore Henry ο Naishuller έκανε ίσως το πιο εκρηκτικό ντεμπούτο στο action genre εδώ και δεκαετίες και με τον Saul Goodman του Breaking Bad και της ομώνυμης σειράς ο Bob Odenkirk έγινε απλούστατα κι επιτέλους superstar. Εδώ συνεργάζονται σε κάτι που θυμίζει πολύ τη βασική λογική των badass μεσήλικων του Taken και του John Wick αλλά κατά την ταπεινή μου άποψη τους βάζει εύκολα στο καναβάτσο. Εξηγήσεις ακριβώς από κάτω.
Ο Hutch Mansell (Bob Odenkirk) είναι ένας φαινομενικά αδιάφορος μέσος Αμερικάνος που δουλεύει από τις 9 ως τις 5. Στην εναρκτήρια σεκάνς η καθημερινότητα του παρουσιάζεται με απότομο μοντάζ και βλέπουμε τη μιζέρια της ρουτίνας του. Ανέκφραστος και με μια υποβόσκουσα θλίψη πάει σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι, δεν προλαβαίνει το σκουπιδιάρικο σχεδόν κάθε μέρα και κοιτάζει την πλάτη της γυναίκας του Becca (Connie Nielsen) η οποία κοιμάται ήδη και προσπαθεί να συνδεθεί με τα δύο του παιδιά. Μένει παρόλα αυτά, για κάποιο λόγο, σε φόρμα κάνοντας μπόλικη γυμναστική. Όταν γίνει μια διάρρηξη στο σπίτι του, παρά τον αρχικό του δισταγμό, θα τον θέσει στο δρόμο της αντεπίθεσης και μια τυχαία συνάντηση με μια παρέα Ρώσων τους οποίους θα στείλει στο νοσοκομείο με σχετική άνεση, στο στόχαστρο του Ρώσικου υπόκοσμου. Βλέπετε το σκοτεινό παρελθόν του είναι πως ήταν μια απόλυτη φονική μηχανή του FBI. Τα πτώματα που έπονται δεκάδες ακόμα αλλά ας δούμε πως ακριβώς το έπαιξαν αυτός ο τρομερός Ρώσος σκηνοθέτης μαζί με τον εξίσου τρομερό Αμερικάνο πρωταγωνιστή του.
Καταρχάς η εξέλιξη του σκηνοθέτη είναι ολοφάνερη. Το Hardcore Henry ήταν μια ταινία εξ ολοκλήρου γυρισμένη σε πρώτο πρόσωπο με λογική βιντεοπαιχνιδιού και σενάριο εξωπραγματικό με ακραία sci-fi στοιχεία. Εδώ έχουμε κάτι πιο προσγειωμένο με την αντίστοιχη σκηνοθετική προσέγγιση. Η βία και η γενικότερη καταστροφή άφθονη αλλά ποτέ δεν ξεφεύγει, ποτέ δεν γίνεται απάνθρωπη και αβάσταχτα σκληρή. Η ταινία πάνω απ’ όλα είναι διασκεδαστική και ο τόνος της σούπερ κουλ παρά του στυλιζαρισμένο του σκοτάδι. Πετυχαίνει ταυτόχρονα δε και να είναι ένα ψυχογράφημα του Nobody μας μέσα από ένα σενάριο σταυροβελονιά. Δεν μας δίνει τίποτα στο πιάτο πέραν από το απολύτως απαραίτητο exposition κι εμπιστεύεται τη νοημοσύνη του κοινού του ώστε να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Το στοιχείο που λάτρεψα περισσότερο είναι πως ξεπληρώνεται κάθε μία από τις πολλές προοικονομίες που θέτει ήδη από τις πρώτες σκηνές. Ο κανόνας του «αν υπάρχει ένα πιστόλι σε κάποιο πλάνο, πρέπει να εκπυρσοκροτήσει» τιμάται στο μέγιστο και μου χάρισε πολλά χαμόγελα.
Στις υπόλοιπες σκηνοθετικές παρατηρήσεις αναμενόμενο φυσικά το άφθονο αίμα και η γραφική βία αλλά και εμφανέστατη η προαναφερθείσα εξέλιξη του σκηνοθέτη. Άλλες φορές με ρυθμό πολυβόλου και κοφτό μοντάζ, άλλες με στυλιζαρισμένα slow-motion κάθε στοιχείο της ταινίας εξυπηρετεί τη μεταμόρφωση του Hutch πίσω σε αυτή την απόλυτη φονική μηχανή που υπήρξε. Ο ρυθμός μαζί με τις διαλογικές σκηνές είναι υπολογισμένος, δεν βαριέσαι ούτε στιγμή και παρόλο που ίσως μπορεί να φανεί πολύ εύκολο το πώς τα καταφέρνει ο αντί-ήρωας μας, οι καταστάσεις είναι τόσο ακραίες που σκέφτεσαι ότι δεν θα τα καταφέρει σε αρκετές φάσεις. Κερασάκι στην τούρτα τα τραγούδια του soundtrack με την ποπ και ελαφροτζάζ προηγούμενων δεκαετιών να κυριαρχούν, παρέχοντας και το περισσότερο απ’ το λιγοστό χιούμορ της ταινίας, αντιπαραβάλλοντας παιχνιδιάρικη ελαφρότητα στο χορό των πυροβολισμών. Περιττό να σας πω ότι τα ακούω κι όσο γράφω αυτές τις αράδες γιατί απλά είναι σαν ζεστό βούτυρο στ’ αυτιά μου.
Βέβαια η ταινία είναι πρωτίστως το The Bob Odenkirk Show κι αποτελεί αδιαμφισβήτητα την κορωνίδα στην καριέρα του. Είναι αβίαστα κουλ, είναι συναισθηματικά μεστός, έχει τον απόλυτο έλεγχο που έπρεπε να έχει κι ο χαρακτήρας του. Παράλληλα, το προφίλ του ως white bread μεσήλικα Αμερικάνου κάνει ακόμα πιο αποτελεσματικό το κύλημα του πίσω στη βία, αυτό που ο οικογενειάρχης είχε ανάγκη σαν το ψάρι το νερό. Από την πρώτη μάχη σώμα με σώμα μέχρι τα τελευταία πιστολίδια στα οποία απλά θερίζει, κουβαλάει κάθε χτύπημα με άνεση, ο πόνος στις εκφράσεις του και το σκωτσέζικο ντους από τα χτυπήματα στις διαρκείς ανακάμψεις τα μεγαλύτερα όπλα του. Στην σκηνή κορύφωσης έχει στο πλάι του δυο από τα πιο όμορφα cameo που έχω δει ποτέ στον κινηματογράφο. Τον Doc Brown του Back To The Future, τον αειθαλή Christopher Lloyd στο ρόλο του επίσης βετεράνου πατέρα του και τον θρυλικό RZA των Wu-Tang Clan στο ρόλο του θετού του αδελφού. Το υπόλοιπο καστ είναι αψεγάδιαστο και εξυπηρετεί επάξια το σκοπό τους χωρίς να τραβάει περιττή προσοχή πάνω του.
Όσο αναμενόμενη και να ήταν η ταινία για μένα, δεν περίμενα να έχει την επίδραση που είχε πάνω μου. Σε μία εκ των τελευταίων σκηνών έπιασα τον εαυτό μου να συγκινείται ελαφρώς και στην επόμενη να χαμογελάει πλατιά. Έχουμε μια από τις σημαντικότερες action movies των τελευταίων δεκαετιών, καλοκουρδισμένη και ισχυρή σαν νιτρογλυκερίνη. Το Taken κι ο John Wick είχαν την ευκαιρία τους κι εδώ βλέπουμε κάτι πραγματικά καινούργιο όσο κι αν τα θυμίζει. Είναι από τις λίγες φορές που πιστεύω ότι άμα κάνουν sequel, πιθανότατα θα είναι και ανώτερο του πρώτου. Όπως σπεύσατε να δείτε την απόλυτα κουλ και καθαρτική βία σε αντιδιαστολή με την πραγματική βία που βιώνουμε εδώ και έναν χρόνο. Αν μη τι άλλο, έστω αυτό, μας αξίζει.