Μάιος. Δυο μήνες έχουν σχεδόν περάσει από την τελευταία αναπληρωτοϊστορία, την ιστορία που σταμάτησε λίγες μέρες μετά την επίσκεψη μου στη Φλώρινα, τότε που γέμισα μια βαλίτσα ματαιωμένες προσδοκίες και κατηφόρισα στον προσωρινό τόπο διαμονής μου.
Αυτούς τους δυο μήνες δεν έκανα πολλά, δεν είχα όρεξη σχεδόν για τίποτα. Όταν άνοιξε λίγο ο καιρός και η μυρωδιά της θάλασσας έγινε πιο έντονη από ποτέ, έβαλα φρένο στις υποχρεώσεις και σε ό,τι με κρατούσε πίσω και άρχισα να συλλέγω στιγμές που σε λίγο καιρό θα έχανα. Με την Εβελίνα, την καλύτερη συνάδερφο που θα μπορούσε να μου τύχει, πηγαίναμε πότε στο Namas και στο Mostar και πότε στα Asteria που τους καλοκαιρινούς μήνες θα γινόταν στέκι. Στο σχολείο είχαμε μπει σε πασχαλινό μουντ. Όλη η τάξη είχε γίνει εργαστήρι. Πεσμένα γκοφρέ, λαγοί, καλαθάκια με αυγά ήταν μερικές από τις κατασκευές που φτιάξαμε ενόψει της γιορτής που θα επακολουθούσε.
Πρώτη φορά στη ζωή μου ταξίδεψα με τρένο. Ήμουν πολύ αγχωμένη γιατί ως γνωστόν χανόμουν εύκολα. Στην διαδρομή από Οινόη για Πλατύ γνώρισα τέσσερις συναδέρφους˙ αναπληρωτές όλοι μας που υπηρετούμε μακριά από τα πάτρια εδάφη. Ούτε που κατάλαβα πόσο γρήγορα βρέθηκα στον προορισμό μου. Όταν ακούστηκε από το μεγάφωνο ο σταθμός, ξεφόρτωσα τις βαλίτσες, κατέβηκα με δυσκολία από τα στενά σκαλάκια και έπεσα στην αγκαλιά των αγαπημένων μου που με περίμεναν λίγα μέτρα παραπέρα.
Δυο βδομάδες και δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα από όσα έπρεπε να κάνω. Είχα δυο εργασίες εξαμήνου για το μεταπτυχιακό, μια για το προπτυχιακό και πολλές τηλεδιασκέψεις από τις οποίες δεν είδα ούτε μια. Πήγα για καφέ στον λατρεμένο Βατρακούκο, πήγα στο Funky Monkey χωρίς όμως να μπορώ να πιώ το κοκτέιλ με την γεύση πικραμύγδαλου, είδα τις κολλητές μου που είχα να τις δω από τον Οκτώβρη, πήγα στην παρουσίαση βιβλίου του αγαπημένου φίλου και δασκάλου Στέλιου την οποία έκανε στην πόλη των φοιτητικών μου χρόνων και γνώρισα από κοντά έναν από τους γνωστότερους συγγραφείς της σύγχρονης εποχής, ο οποίος μου έδωσε πικάντικα σπόιλερ για μια σειρά της ελληνικής τηλεόρασης που κάνει τα μεγαλύτερα νούμερα τηλεθέασης.
Την πρώτη του μήνα, την Κυριακή που είχαν ανοίξει οι ουρανοί, μάζεψα τις βαλίτσες μου, τις φόρτωσα στο αμάξι και πήρα τον δρόμο του γυρισμού. Το ρολόι είχε αρχίσει να μετρά αντίστροφα και για μια ακόμη φορά δεν ήμουν έτοιμη για τον επερχόμενο αποχαιρετισμό.
***
Εκείνη η Τετάρτη, η 15η του μήνα, ήταν μια Τετάρτη όπως όλες οι άλλες. Ξύπνησα 5 λεπτά πριν αρχίσει να κουδουνίζει το ξυπνητήρι, χωρίς όμως πρόθεση να αποχωριστώ το υπέρδιπλο κρεβάτι μου. Η ζάλη του ύπνου μου έφερνε στο μυαλό εικόνες θαρρείς από το πρότερο παρελθόν. Κούτες με πιάτα και ποτήρια, σάκοι με σεντόνια και πετσέτες, βαλίτσες με ρούχα και καλλυντικά, η τσάντα του υπολογιστή γεμάτη από φωτοτυπίες και σημειώσεις, ένα εισιτήριο χωρίς άμεση επιστροφή.
Οι τελευταίοι εφτά μήνες πέρασαν σαν σε δευτερόλεπτα. Πρώτη μέρα στο νέο σχολείο˙ άγχος και αδημονία μπροστά στο άγνωστο. Τελευταία μέρα στο νέο σχολείο˙ χείμαρρος δακρύων και πολλές αναμνήσεις. Φωνές, αταξίες και χαμόγελα. Άλλα παιδιά, άλλες ανάγκες, νέο πρόγραμμα. Άγχος, έλλειψη ύπνου και κρίσεις πανικού.
Δεύτερη χρονιά στην ίδια πόλη. Ίδιο σπίτι, ίδια γειτονιά, διαφορετικό σχολείο, διαφορετική λαχτάρα. Ο κύκλος που άνοιξε την πρώτη του Νοέμβρη, έκλεισε με τις καλύτερες εντυπώσεις. Γνώρισα νέο κόσμο, έκανα φιλίες, ανακάλυψα κρυφές πλευρές της πόλης που το τελευταίο διάστημα με φιλοξένησε.
Εκείνη την Τετάρτη, την 15η του Ιούνη, ανέβηκα για τελευταία φορά την Πήλικα και πέρασα μπροστά από το εβραϊκό νεκροταφείο με τις ανθισμένες μπιγκόνιες. Συνέχισα ευθεία στη Ληλαντίων και έστριψα δεξιά στη Θεσπρωτίας. Προσπέρασα το παρκάκι, το εκκλησάκι και δύο λεπτά αργότερα βρέθηκα να κοιτάζω το σχολείο που τόσο καιρό θεωρούσα σχολείο μου. Ανέβηκα τα πέτρινα σκαλάκια, ξεκλείδωσα και μπήκα για μια τελευταία φορά στην τάξη μου. Θαύμασα τη θέα από τα παράθυρα και τα δεκάδες βιβλία στις βιβλιοθήκες. Λίγο αργότερα, τα μικρούλια μου με βρήκαν με ένα χαρτί και ένα μολύβι να γράφω αυτήν εδώ την αναπληρωτοϊστορία. Την τελευταία, για φέτος, ιστορία με τα καμώματα τους…