Tα αξόδευτα

Η Φροσάρα, τράβηξε με δύναμη την παλιά ετοιμόρροπη καγκελόπορτα του σπιτιού της, περπάτησε τρία βήματα ακριβώς προς τα δεξιά της και κατά την καθημερινή της συνήθεια των τελευταίων τριάντα χρόνων , σήκωσε τη φούστα της, κατέβασε το βρακί της, κάθισε ανακούρκουδα και κατούρησε έξω απ΄ την αυλόπορτα της γειτόνισσάς της. Σήκωσε το κεφάλι της μες στο σκοτάδι και την είδε στο αντιφέγγισμα να την κρυφοκοιτάζει πίσω απ΄ την μισάνοιχτη κουρτίνα «Τι κοιτάς μωρή φαρμάκω;» της φώναξε. «Από μένα να το ξέρεις μόνο ο Χάρος θα σε γλιτώσει». Σηκώθηκε, σιάχτηκε και πήρε το δρόμο για το μπακαλάκι πατώντας στα κάτουρα που είχαν σχηματίσει ρυάκι πάνω στο τσιμέντο. Η Φροσάρα! Ή αλλιώς « η Ζαργάνα» ή αλλιώς «το Κομμάτι». Όλα τιμή της και καμάρι της όταν στα δεκαπέντε της έκαιγε καρδιές και σπίτια. Την γκάστρωσε ένας παντρεμένος και την διώξαν άρον άρον απ΄ το χωριό σε μια γριά θεία της ξεχασμένη σε ένα κουτσοχώρι ψηλά στην Ήπειρο με δέκα γέροντες όλους κι όλους. Θαμμένο στο χιόνι και ξεχασμένο απ΄ το Θεό. Εκεί γέννησε τον Αλεκάκη. Η θεία έκανε ό,τι περνούσε απ΄ το χέρι της για να κάνει ανυπόφορη τη ζωή της παλούκας, αδέσποτης κι αλανιάρας ανιψιάς που δεν σεβάστηκε το τίμιο στεφάνι των τίμιων σπιτιών. Κοινώς, το βίο αβίωτο. Τα μάζεψε λοιπόν η Φροσάρα· Φροσούλα τότε, πήρε παραμάσχαλα τα κουρέλια της και το μωρό της βυζανιάρικο τριών μηνών κι έριξε μαύρη πέτρα και μια μούντζα περιωπής στην γριά.

Δύο πράγματα ήξερε πολύ καλά η Φροσούλα . Πως δεν έχει στον ήλιο μοίρα και πως έχει πρόσωπο φεγγάρι, κορμί λιμπιστικό και νιάτα. Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Έφτασε στην Τρούμπα και μπήκε στο πρώτο μπουρδέλο που βρήκε μπροστά της. Αν μπορούσε να βγει κάτι καλό απ΄ αυτή τη «ντροπή» , αυτό ήταν το μόνο μέρος να συμβεί. Και το καλό στην περίπτωσή της ήταν μια στέγη , φαΐ κι ασφάλεια γι΄ αυτή και το μωρό της. Μπουρδέλα και οικοδομή ανθούσαν στη μεταπολεμική Ελλάδα.

Δεκαπέντε χρόνια έζησε και δούλεψε στο «Μανχάταν». Κέρασε πόθο κι ηδονή , έκανε τα αμούστακα άντρες και τους άντρες έφηβους, χάιδεψε ανάπηρα, πληγωμένα κορμιά, πρόσφερε τα στήθια της για δάκρυα και την αγκαλιά της για θαλπωρή και παρηγοριά. Πληρώθηκε αδρά σε χρήμα, βρισιές, ξύλο και προσβολές. Μα άντεξε μέχρι τέλους. Μόλις γέμισε τον κορβανά της, μάζεψε τα κουρέλια της , πήρε τον Αλεκάκη απ΄ το Οικοτροφείο που ζούσε και μάθαινε τέχνη, έριξε μια μούντζα στη Τρούμπα και κίνησε να βρει την άλλη ζωή.

Ο Αλεκάκης ήταν καλό παιδί. Ήσυχο αγόρι. Την κοιτούσε με τα κατάμαυρα , υγρά του μάτια και έλιωνε η καρδιά της. Με τη βαλίτσα του στο χέρι περπατούσε πλάι της κι όλο την ρωτούσε « Και πού είπαμε ότι πάμε τώρα μάνα;» «Να βρούμε σπίτι να μείνουμε Αλεκάκη» «Και δεν θα θυμώσει το αφεντικό σου που έφυγες απ΄ το σπίτι που δούλευες;» «Πέθανε το αφεντικό Αλεκάκη και τα παιδιά του δεν θέλαν υπηρέτρια»

«Και τι θα πει ο μαστρο-Γιώργης που σταμάτησα απ΄ το συνεργείο;» «Τίποτα δεν θα πει, του εξήγησα εγώ. Θα βρούμε άλλο συνεργείο , περπάτα και μη ρωτάς, βιάσου παιδί μου, έχουμε ραντεβού.» «Με ποιον;» «Με τη ζωή…. με τη ζωή!».

Tο ίδιο βράδυ ο Αλεκάκης , πτώμα απ΄ την κούραση , ξάπλωσε στο στενό ντιβανάκι του καθιστικού και της είπε «Μάνα, αυτή η κυρία Ζωή, δεν ήρθε τελικά. Ή μας ξέχασε ή δεν μας καταδέχεται. Τζάμπα τόση βιασύνη» . Η Φροσάρα, σάλιωσε το δάχτυλο, το έτριψε επίμονα στο τζαμάκι της γαμήλιας φωτογραφίας των γονιών της και κρεμώντας την του απάντησε «Εμείς πάντως ήμασταν στην ώρα μας…. Και την περιμένουμε να ΄ρθει»

Ήρθε τελικά. Αθόρυβα και ήσυχα όπως έρχεται σε όλους. Οι τυμπανοκρουσίες είναι προνόμιο μόνο του θανάτου. Αυτή, η καλούλα, η διακριτική , μια μέρα τσουπ, πηδάει μέσα στο χορό και μέχρι να την πάρεις είδηση , φεύγει κιόλας. Έτσι μπήκε στο σπίτι τους κι έμαθε τα χούγια τους. Ξυπνούσε μαζί τους αχάραγα για να πάει στη φάμπρικα και στο συνεργείο. Ξάπλωνε μαζί τους κατάκοπη απ΄ τον κάματο της μέρας. Έμαθε να τους παρακολουθεί στα πάνω και στα κάτω τους, να ξενυχτάει μαζί τους στις μικρολύπες τους και να πίνει ένα ποτηράκι παραπάνω στις μικροχαρές τους. Και περνούσανε τα χρόνια και μεγάλωσε κι η ζωή κι ήρθε η ώρα να πάει φαντάρος ο Αλεκάκης . Τότε του σέρβιρε κι ολόκληρο το παραμύθι , ότι τον γέννησε ανύπαντρη γιατί ο αρραβωνιαστικός της και πατέρας του, πνίγηκε στα καράβια. Κάπως έπρεπε να γίνουν παρελθόν τα μισόλογα τόσων χρόνων και κυρίως να κουκουλωθεί κι εκείνο το «αγνώστου πατρός» που θα τον ακολουθούσε πάντα .

Η Φροσάρα την αγαπούσε τη ζωή. Και την έβλεπε παντού σαν κοριτσόπουλο με τα κυριακάτικά του. Ακόμη και στις πίκρες της , στα ζόρια, στα ζοφερά χρόνια του μπουρδέλου, εκείνη την καλημέριζε χωρίς παράπονα και την αγκάλιαζε σαν αδερφή, χωρίς υστεροβουλία. Κι όταν θυμόταν τα παλιά , ξεχώριζε με προσοχή και τέχνη την πίκρα, την προστυχιά και τα γκρίζα, τα παραμέριζε και κρατούσε τα φωτεινά, τα πεντακάθαρα. Μα και τα μαύρα της δεν τα άφηνε σε ησυχία. Πάλευε να τα ντύσει κι εκείνα με ρούχα λαμπερά , να βρει τρόπους και λόγους να τα αλλάξει χρώμα να μην την βασανίζουν , να μην την τυραννάνε, να βρουν κι αυτά χώρο να σταθούν πλάι στην ζωή.

Το βράδυ πριν την στράτευση ο Αλεκάκης την έβαλε κάτω και της ξηγήθηκε. « Μάνα, αγαπιέμαι καιρό με τη Βαγγελίτσα, την κόρη της Πολύμνιας. Μόλις τελειώσω με το φανταρικό θα παντρευτούμε. Με την πρώτη άδεια θα πάμε να τη ζητήσουμε.» Αυτός ήταν ο Αλεκάκης της. Ντρέτος και ξεκάθαρος. Δεν χωρούσαν στα λόγια του, «αν» και «μήπως» και τον λόγο του τον τιμούσε σαν ευαγγέλιο. Η Φρόσω κουμπώθηκε «Αγόρι μου, η μάνα της έχει τη μύτη δυο πιθαμές ψηλά, είναι ακατάδεχτη γυναίκα, δύσκολη» .« Την κόρη θα πάρω, όχι τη μάνα», έκοψε την κουβέντα ο γιος. Στην πρώτη άδεια πήγαν να την ζητήσουν. Μόνο με τις κλωτσιές δεν τους έδιωξε η Πολύμνια. « Κράτα την τιμή για καμιά άλλη παλικάρι μου. Η κόρη μου έχει τελειώσει κι ένα Γυμνάσιο , τι θα λέει με τον γκαραζιέρη. Αν θέλεις το καλό της και την αγαπάς όπως λες , ας την ήσυχη. Ο Τάσος του εργολάβου απέναντι, λιώνει σαν κεράκι της Λαμπρής για χάρη της και πες μου τώρα εσύ αν ήσουν γονιός τι θα ΄κανες. Θα την έδινες στον γκαραζιέρη , μεροδούλι μεροφάι ή στον εργολάβο που ΄χει έτοιμη μια σπιταρόνα δυο ορόφους με κοτζάμ πολυέλαιο στο σαλόνι; » . Μάζεψαν τα μούτρα τους και την ντροπή τους μάνα και γιος και φύγαν σαν δαρμένα σκυλιά. Ο Αλέκος δεν το ΄βαλε κάτω. Πήγε έπιασε τον πατέρα της, ένα ανθρωπάκι ήσυχο και αθόρυβο, σχεδόν αόρατο στο σπίτι της Πολύμνιας. Του το ΄κοψε κι εκείνος « Ό,τι πει η γυναίκα . Στην κόρη εκείνη κάνει κουμάντο» . Έφυγε ο Αλεκάκης άπραγος πίσω στο στρατόπεδο . Έμεινε η Βαγγελίτσα να κλαίει τον έρωτα. Μαύρισε η Φροσάρα, πλάνταξε.. σχολούσε απ΄ τη φάμπρικα και έπεφτε σαν το σακί στο κρεβάτι, θαρρείς και μεγάλωσαν οι ώρες και βάρυναν και την αφήναν ξέπνοη κάθε μεσημέρι. Πήρε κατά μέρος τη ζωή, την παιδική της φιλενάδα , «Γιατί τσούπρα μου μού κάνεις τέτοια χουνέρια; Εγώ στ΄ άσπρα σε ντύνω και σου βάζω κορδέλες στα μαλλάκια. Κι ακόμη ακόμη, και τότε που ήμουνα πουτάνα , φέρθηκα πρόστυχα ποτέ σε σένα ; Απ΄ το χέρι σε είχα γραπωμένη μη μου φύγεις και χαθώ, στα μάτια σε κοιτούσα αδερφή μου , μη το σκοτώνεις άλλο το αγόρι μου και το ΄χω ένα και σκοτώνομαι κι εγώ μαζί του. Άντε μάτια μου να σε χαρώ» Κάθε βράδυ το κουβεντολόι με τη φιλενάδα μέχρι τα μεσάνυχτα και μετά ένας ύπνος βαρύς σίδερο να την ρίχνει στα κατάβαθα.

Της έγραφε το αγόρι της γράμματα , με κείνα το μικρά του ανορθόγραφα ορνιθοσκαλίσματα που σκίζαν το λεπτό χαρτί απ΄ το πάτημα και την προσπάθεια να σταθούν δεμένα το ένα με το άλλο , να φτιάξουν λέξεις, προτάσεις, που φρόνιμα να μείνουν στο χαρτί και να μην πεταχτούν με λαχτάρα και φτερουγίσουν δεξιά κι αριστερά. Τις φοβότανε και τις τιμούσε τις λέξεις ο Αλεκάκης. Είχαν έναν δικό τους εαυτό, ένα πείσμα κι ένα πάθος ίδια με τα δικά του κι εύκολα γίνονταν καρφιά. Έκλαιγαν τα γράμματα που άνοιγε η Φρόσω, έκαιγαν αυτά που δεν άνοιγε. Ίδρωναν τα χέρια της μέχρι να τα πασάρει κρυφά στη Βαγγελίτσα . Εκείνη τα ΄παιρνε με συστολή και κατάνυξη και κλειδωνόταν στην κάμαρή της περιμένοντας την ώρα που το σπίτι θα κοιμόταν για να τα ανοίξει. Αν κάποιος κοιτούσε το παραθύρι της τις «νύχτες των γραμμάτων» θα ΄βλεπε μέσα στο σκότος μια κόρη με το νυχτικό , να λούζεται με φλόγες και να γίνεται παρανάλωμα καταμεσής στη λιτή, παρθενική κάμαρα.

Η Πολύμνια οσμίστηκε την έξαψη της κόρης. Βρήκε τα γράμματα. Κι έφριξε. Και διπλοκλείδωσε την κόρη . Και σε ένα βράδυ έκλεισε και το συνοικέσιο με το γιο του εργολάβου αφού πρώτα πέρασε απ ΄ της Φρόσως να της δώσει τελεσίγραφο « Πες του ψωριάρη του γιου σου ότι η Βαγγελίτσα την Κυριακή παίρνει τον Τάσο τον εργολάβο, δόξη και τιμή. Στο είπα, το κορίτσι μου εγώ δεν το πετάω στα χαλάσματα. Το αφήνω στα μαλακά και στη σπιταρόνα με τις ανέσεις . Ο γιός σου να μαζέψει τους έρωτες που του περισσεύουν κι άντε να τους δώσει σε καμιά του συναφιού σας.» Η Φρόσω δεν άνοιξε το στόμα της να πει κουβέντα. Μόνο έμεινε να χάσκει και να κοιτά το στόμα της Πολύμνιας να ανοιγοκλείνει με κρότο και φοβέρα, τα ζαρωμένα, άχρωμα χείλια στεφανωμένα από μικρές , βαθιές ρυτίδες να γεμίζουν και να στενεύουν αδιάκοπα μα χρώμα να μην παίρνουν , δυο στραβούτσικα μπροστινά δόντια που καβαλούσαν το ένα το άλλο και τα σαλάκια που πεταγόταν σαν κοφτερά σπαθάκια, όταν σφύριζε «ο γιοςςςςςςς σσσσσσου» . Η Πολύμνια έφυγε κι η Φρόσω έβγαλε το μπρίκι να ψήσει πικρό καφέ γι ΄αυτή και τη φιλενάδα της.

Ο γάμος έκανε πάταγο κι ο γαμπρός όπως άρμοζε στη κοινωνική του θέση έστησε γλέντι τρικούβερτο με όργανα και καλεσμένη όλη τη γειτονιά. Ήτανε και άνοιξη, μεθοκοπούσε ο ντουνιάς απ΄ τις ευωδιές , έβλεπε η Φρόσω από μακριά τη νύφη να ξεβιδώνεται στους καρσιλαμάδες με το γαμπρό κι έσπαζε η καρδιά της. Δεν έγραψε τίποτα του Αλεκάκη. Ας το μάθαινε απ΄ αλλού.

Την επομένη του γάμου , ο ευτυχής γαμπρός, άφησε νωρίς νωρίς την νυφική παστάδα ντύθηκε τα ρούχα της δουλειάς κι έφυγε να βοηθήσει στην οικοδομή που έχτιζε ο πατέρας του . Οι δύο συμπεθέρες πιάστηκαν αγκαζέ και πήγαν να πιούν καφέ στης νιόπαντρης. Την βρήκαν να αιωρείται κρεμασμένη με τη γαμπριάτικη γραβάτα απ΄ τον πολυέλαιο του σαλονιού. Φορούσε τα νυφικά της όπως τα ΄βγαλε αποβραδίς και ανέμιζαν οι οργαντίνες και τα χιλιάρικα.

Οι λέξεις που πάντα φοβόταν ο Αλεκάκης γίναν κακά μαντάτα , στρόβιλος και κύμα βουερό κι έσκασαν με ορμή στο στρατόπεδο. Λέρωσαν τις ασπρισμένες μάντρες, σάρωσαν τις σκοπιές , πήραν και σήκωσαν δίκοχα και πηλήκια. Εκείνος δεν είπε κουβέντα σαν τα ΄μαθε. Στάθηκε μπροστά στο διοικητή ευθυτενής , χαιρέτισε στρατιωτικά κι άκουσε. Βγαίνοντας απ΄ το γραφείο διαπίστωσε πως το δεξί του χέρι σηκωμένο και καρφωμένο στο μέτωπο, χαιρετούσε ακόμη και πως ήταν και το μόνο ζωντανό πάνω του. Πως όλος ο Στρατιώτης Πεζικού Αλέξανδρος Πασχαλούδης , ήταν ένα δεξί χέρι λυγισμένο και άκαμπτο και ο υπόλοιπος είχε απλά εξαϋλωθεί Βγήκε στο προαύλιο, σήκωσε το Enfield και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα.

Της τον στείλαν σφραγισμένο μέσα στο φέρετρο . Δεν έμεινε πρόσωπο, της είπαν. Δυο τρεις γριές γειτόνισσες φέραν παπαρούνες και αγριολούλουδα απ΄ τα χωράφια. Δεν είχε μείνει ούτε κοτσάνι από τριαντάφυλλο στους κήπους .Τα μάζεψε όλα, μαζί με τους θρήνους και τα μοιρολόγια η Βαγγελίτσα παρότι αυτόχειρας κι εκείνη. Η Φρόσω έδιωξε τις γριές , έψησε δυο πικρούς καφέδες και κάθισε με τα παράθυρα ορθάνοιχτα , πλάι στο φέρετρο περιμένοντας το θάνατο… ή τη ζωή… όποιος προλάβαινε. Ο θάνατος δεν την καταδέχτηκε. Ήρθε η άλλη. Με τα μάτια χαμηλά και το κορμί σκυμμένο. Ντροπιασμένη και μετανοούσα. Έκανε να κάτσει δίπλα της στο ντιβάνι . «Όχι εδώ», της είπε, «εκεί» και της έδειξε το σκαμνί απέναντι της.

«…. Με γέλασες ζωή, με κορόιδεψες. Ψεύτικα με αγκάλιαζες και ψεύτικα μ΄ αγαπούσες. Ένα μεγάλο δώρο μου ΄κανες πριν από πολλά χρόνια …κι εγώ που ήμουν μια χαμένη ψυχή, ένα ξεστρατημένο κορίτσι, το λάτρεψα το δώρο σου, πλανεύτηκα και λάτρεψα κι εσένα. Σ΄ αγκάλιασα σαν αδερφή και σε έβαλα μέσα μου, βασίλισσα στην καρδιά μου , αρχόντισσα στο σπίτι μου και σε καλομάθαινα , και σε κανάκευα ακόμη κι όταν με πλάκωναν με τη βία μεθυσμένοι νταήδες και σερνικά φορτωμένα προστυχιά , όταν με δέρναν νταβατζήδες, και με σταύρωναν μάτια έντιμων γυναικών, στημένη στην ουρά με τις παστρικές, για το βιβλιάριο υγείας. Κι όταν έσφιξα του παιδιού μου το χεράκι και το πήρα κοντά μου, μες στο φτωχικό μου βιος έβαλα κι εσένα και ποτές δεν το μετάνιωσα, ποτές δεν βαρυγκόμησα, ούτε ένα κιχ δεν βγήκε από το στόμα μου γιατί ήξερα, ήξερα πως είσαι σκληρή καμιά φορά και δύσκολη, και στριμμένη μα εγώ σ΄ αγαπούσα , μα τω Θεώ πόσο πολύ σ΄ αγαπούσα.

Κι έμαθα να΄μαι ήμερη και ταπεινή για να ΄ναι η δόξα η δικιά σου πάντα μεγαλύτερη απ΄ τα βάσανά μου. Έγινα πρώτα αδερφή και ύστερα μάνα και το ΄χα το παιδάκι μου στην άκρη και στη μέση την αφεντιά σου , ποια μάνα κάνει τέτοια αδικία στο σπλάχνο της; Ε, την έκανα εγώ! Για χάρη σου κυρά μου! Κι εσύ με πρόδωσες, με ατίμασες κι ούτε σεβάστηκες τα χρόνια και τα νιάτα που σου ΄δωσα, την εμπιστοσύνη και την αφοσίωσή και πίσω από τη πλάτη μου ροκάνιζες τα χρόνια του παιδιού μου. Δεν σου καθότανε καλά να τα ΄χει μπρος του να τα θωρεί και να χαίρεται. Ήθελες να ΄χεις τη θέση σου και σ΄ αυτά. Ταμαχιάρα κι αχόρταγη ….Έβλεπες δυο παιδιά αγαπημένα κι έλιωνες από πείνα και από ζήλια. Λιμπίστηκες τα χρόνια τους τα αξόδευτα… τα κλάδεψες σε μια μέρα και τα δυο. … είκοσι χρόνια μετά έτσι με ξεπληρώνεις…..Συ δεν ήθελες αρνί. Σένα σου ταίριαζε τσακάλι κι αρκούδα. . Να σε κυνηγάει και να σου κόβει δαγκωνιές. Να σε ρίχνει στη σκιά και να σε ποδοπατάει… Αγρίμι μ΄ ήθελες για να ΄σαι τίμια και καθαρή, για να ΄χεις μπέσα ….. Άντε τώρα «Αδερφή», μη κιοτεύεις! Έλα, άπλωσε το χέρι σου να αγγίξεις το χάρισμά σου.. Έχε το νου σου μοναχά , είναι τραχύ το νεκροσέντουκο κι αψύ το παλικάρι που ξαπλώνει μέσα. Να ξέρεις , θα βγάλουν τα χεράκια τους να σε χτυπήσουν και τα δυο , θα σε χαλάσουν όπως χαλάσανε κι εμένα και δεν μου ΄μεινε καρδιά. Ένα βαρύ λιθάρι μου ΄μεινε στο κόρφο. Κι ένα κορμί ξερό που λαχταρούσα να το ξαπλώσω σ΄ ετούτο εδώ το κιβούρι, να παραχώσουν δυο αντί για έναν, μα βλέπεις ο Τελευτής δε μου ΄κανε τη χάρη. Ας είναι…  κάποια στιγμή θα φανεί… θα περιμένω. Μόνη μου. Άντε τώρα, άδειασέ μου τη γωνιά. Χάσου απ΄ τα μάτια μου, τσακίσου! Τέτοιες πουτάνες δεν χωράν στο σπιτικό μου!»

Η Φροσάρα έπιασε σα λαγωνικό τη μυρωδιά της βροχής που ερχόταν από τη θάλασσα, σήκωσε το κεφάλι και είδε τον σκοτεινό ουρανό έτοιμο να ρίξει στο κεφάλι της όλες τις συμφορές του κόσμου . Περνώντας βιαστικά μπροστά απ΄ το σπίτι της Πολύμνιας, την είδε να στέκεται ακόμη στο παράθυρο με το χέρι γαντζωμένο στη μισάνοιχτη κουρτίνα και τα μάτια να τρώνε το δρόμο. Μόλις την αντιλήφθηκε, κατέβασε τρομαγμένη την κουρτίνα και χάθηκε βιαστικά μέσα στο σπίτι . «Χαράμι τα χρόνια μας μωρή Πολύμνια…μια πουτάνα μας ξεγέλασε κι ένας κάλπης μας ξέχασε» μονολόγησε η Φροσάρα . Έσφιξε γερά την μπουκάλα με το τσίπουρο κάτω απ΄τη μασχάλη της και τάχυνε το βήμα.